Η διάλεξη του Timothy Gregory στο διαδίκτυο

Μία Νέα Ιστορία της Βυζαντινής Ελλάδας: Μία Αρχαιολογική Προσέγγιση

Χάρη στη βοήθεια του William Caraher μπορείτε να ακούσετε τη διάλεξη που έδωσε ο καθηγητής Timothy Gregory στο Cotsen Hall στις 8 Απριλίου, 2008, με τίτλο “A New History of Byzantine Greece: An Archaeological Approach,” σε μορφή podcast (GregoryPodCast.)

Περίληψη στα ελληνικά

Εισαγωγή
Η ομιλία μου αφορά στην έρευνα που εκπονώ κατά το τρέχον ακαδημαϊκό έτος στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα ως Υπότροφος του National Endowment for the Humanities. Η εν λόγω έρευνα φιλοδοξεί να οδηγήσει σε μία «νέα» ιστορία της βυζαντινής Ελλάδας, μία ιστορία πολύ διαφορετική από όσες έχουμε έως τώρα γνωρίσει. Αυτό αποτελεί πιθανότατα ένα παράτολμο εγχείρημα, ίσως ανέφικτο και σίγουρα θρασύ. Αλλά γιατί χρειαζόμαστε μία νέα ιστορία; Δεν επιχειρώ κάτι τέτοιο επειδή πιστεύω ότι οι υπάρχουσες ιστορικές αφηγήσεις είναι λανθασμένες ή ξεπερασμένες ή κάτι τέτοιο. Έχουμε, για παράδειγμα, τις αξιόλογες ιστορίες των Σαββίδη, Χριστοφιλοπούλου, Vasiliev και Ostrogorsky και ένα πλήθος από «νεότερες» περισσότερο συνθετικές και - επικεντρωμένες – στην Ελλάδα ιστορίες, τα έργα των Bon και Αβραμέα. Όλες αυτές είναι αξιόλογες και οι περισσότερες έχουν ήδη αντέξει στο χρόνο. 
Αναλαμβάνω την αποστολή αυτή επειδή, μάλλον, πιστεύω ότι οι περισσότερες από τις υπάρχουσες ιστορίες για τη βυζαντινή Ελλάδα δεν έχουν κάνει καλή χρήση του πλούσιου αρχαιολογικού υλικού που είναι, πλέον, διαθέσιμο και επειδή όλοι οι ιστορικοί ακολουθούν την πεπατημένη οδό, συμφωνώντας μεταξύ τους στα περισσότερα σημεία και δημιουργώντας τελικά την ίδια περίπου εικόνα. Αυτό συμβαίνει επειδή εργάζονται με μία αναγνωρίσιμη ιστοριογραφική παράδοση, μία παράδοση που είναι λογική και καθιερωμένη. Παρόλα αυτά, σε μία σύγχρονη ακαδημαϊκή τοποθέτηση θα έπρεπε να υπάρχει χώρος για διαφορετικές προσεγγίσεις και αυτό ακριβώς προτείνω να συζητήσουμε εδώ απόψε.
Στην πραγματικότητα, η θεμελιώδης καινοτομία που προτείνω έχει μεθοδολογικό χαρακτήρα. Όλες οι υπάρχουσες ιστορίες για τη βυζαντινή Ελλάδα έχουν δομηθεί πάνω σε πληροφορίες, οι οποίες προέρχονται σχεδόν εξολοκλήρου από τις γραπτές πηγές. Συνήθως κάνουν χρήση νομισμάτων και επιγραφών, νομικών και αρχειακών πηγών (όπου είναι διαθέσιμες), της τέχνης και ακόμα πληροφοριών από την αρχαιολογία. Αλλά προσαρμόζουν τις πληροφορίες αυτές σε ένα πλαίσιο που καθορίζεται αρχικά από τις ερωτήσεις που έχουν ήδη τεθεί από τους ιστορικούς και συνεχίζουν μία αφηγηματική παράδοση, η οποία ξεκίνησε κυρίως από τον Gibbon και κατέστη «επιστημονική» από άλλους. Αυτό που προτείνω είναι να αντιστρέψουμε τη σειρά της έρευνας αυτής και να ξεκινήσουμε με την πληροφορία που προκύπτει από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Φυσικά, σε ένα πόνημα τόσο ευρύ όσο αυτό, η δουλειά μου θα βασιστεί κατά μεγάλο μέρος σε αυτή άλλων όπως θα δείτε στα σχόλια μου εδώ απόψε – αν και θα παρουσιάσω και τις δικές μου πρωτότυπες έρευνες όπου κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο.

Ιστορικό: Η Ανάπτυξη των Βυζαντινών Σπουδών
Θα ήθελα να παρουσιάσω απόψε κάποιες περιπτώσεις για να εξηγήσω τη μέθοδο μου αυτή και το πώς ίσως μπορεί να ρίξει ένα διαφορετικό φως στην ιστορία της Ελλάδας κατά το Μεσαίωνα. Προτού όμως προχωρήσω περαιτέρω, χρειάζεται να πω λίγα λόγια σχετικά με το πώς φτάσαμε στην τωρινή κατανόηση του Βυζαντίου, ειδικά στο ελληνικό του πλαίσιο. Η αρνητική αντίδραση του Gibbon, παράλληλα με τους στοχαστές του Διαφωτισμού, είχε έντονη επιρροή στην αντιμετώπιση του Βυζαντίου και κυρίως στην ελληνική σκέψη μετά το 1821.
Ο σύγχρονος κλάδος των βυζαντινών σπουδών ξεκίνησε μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, με μελετητές όπως οι Rambaud, Vasiljevskij, Krumbacher και Bury. Στην Γαλλία η ευρέως αποδεκτή δουλειά των Schumberger και Charles Diehl († 1944) δημιούργησε πηγαίο λαϊκό ενδιαφέρον για το Βυζάντιο και, για ένα περίεργο λόγο, αποτέλεσε μέρος της γαλλικής πνευματικής αντίθεσης προς τον γερμανικό κλασικισμό.
Μεταξύ των δυτικών μελετητών που ενδιαφέρθηκαν για την Ελλάδα, ίσως ο πιο αξιόλογος ήταν ο φίλος του λόρδου Βύρωνα και φιλέλληνας George Finlay, του οποίου το πολύτομο έργο Ιστορία της Ελλάδας έδωσε μεγάλη προσοχή στη βυζαντινή περίοδο. Σημαντική δουλειά προσέφεραν εξίσου οι Karl Hopf, G. F. Hertzberg, J. P. Fallmerayer, καθώς, επίσης, και ο Theodor Mommsen. Στην Ελλάδα το κίνημα του κλασικισμού κυριάρχησε εξαρχής με τη σύσταση του νέου κράτους και η ιδεολογία αυτή επηρέασε τα πάντα, από την γλώσσα έως την αρχιτεκτονική – συμπεριλαμβανομένης και της αρνητικής τοποθέτησης απέναντι στη βυζαντινή περίοδο. Η εκ νέου ανακάλυψη του Βυζαντίου στην Ελλάδα ήταν εύλογα συνδεδεμένη με το κίνημα των Δημοτικιστών και με την αντίθεση προς τη μοναρχία. Το Βυζάντιο αντιμετωπίστηκε ως σημαντικό τμήμα του ελληνικού παρελθόντος στο μνημειώδες έργο του Παπαρρηγόπουλου Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων, το οποίο εκδόθηκε μεταξύ των ετών 1860 και 1874 και προτού περάσει μεγάλο διάστημα ο συνυπολογισμός αυτός έγινε γενικά αποδεκτός, κατά κύριο λόγο επειδή μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούσε να διατηρηθεί η ιστορική διασύνδεση ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και το παρόν. Η διαφορά μεταξύ του στόχου αυτού, εντός και εκτός Ελλάδας, ήταν φυσικά το ότι στην Ελλάδα το κύριο μέλημα έπρεπε να είναι η συνέχεια, με την ορθοδοξία να παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Όπως είναι γενικά γνωστό, η ανάπτυξη των βυζαντινών σπουδών στην Ελλάδα και η ίδρυση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (που εγκρίθηκε με νόμο του 1914) επηρεάστηκε βαθιά από τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους και τις συνέπειες του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένης και της απόβασης των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία και την μετέπειτα Μικρασιατική Καταστροφή. Οι ενέργειες του Αδαμάντιου Αδαμαντίου, πρώτου Επιτρόπου Βυζαντινών Μνημείων (1908) και πρώτου διευθυντή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (1914) είναι αρκετά γνωστές, και ακόμα περισσότερο αυτές του διαδόχου του Γεώργιου Σωτηρίου, που διετέλεσε διευθυντής από το 1915 έως το 1960. Εκείνο που ένωσε τις απόψεις των δύο αυτών μελετητών ήταν το ότι το Βυζάντιο και τα υλικά κατάλοιπά του ήταν βασικά ελληνικά και το ότι καταδείκνυαν το ουσιαστικό γεγονός της συνέχειας ανάμεσα στον αρχαίο και το σύγχρονο κόσμο, όπως και την αστραφτερή αίγλη ορισμένων καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων της βυζαντινής περιόδου, των οποίων τα έργα συχνά ξεπερνούσαν σε ποιότητα αυτά των σύγχρονων τους στη Δύση. Σημαντικό για την κατάρτιση του Βυζαντίου στην Ελλάδα ήταν το έργο μελετητών όπως οι Gabriel Millet και George Diehl, οι οποίοι έδωσαν έμφαση στην κατ’ ουσίαν ελληνική φύση του βυζαντινού πολιτισμού.

Ιστορία και Αρχιτεκτονική σε ένα Βυζαντινό Πλαίσιο
Η σχέση μεταξύ ιστορίας και αρχαιολογίας είναι περίπλοκη. Συνήθως θεωρούμενη ως η «θεραπαινίδα» της ιστορίας, σκοπός της αρχαιολογίας ήταν συχνά να υποστηρίζει ή να «εικονογραφεί» την κύρια ιστορική αφήγηση. Αυτό που προτείνω είναι να αντιστρέψουμε αυτή τη σχέση, αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί προσεκτική σκέψη και τον κατάλληλο προσδιορισμό των όρων. Για τους σκοπούς της έρευνας αυτή, με τον όρο «αρχαιολογία» δεν εννοώ κανέναν από τους δύο ορισμούς που συνήθως χρησιμοποιούνται: ούτε δηλαδή μία κατά κύριο λόγο στιλιστική ή αισθητική προσέγγιση ούτε μία εξελικτική κυρίως προσέγγιση. Επιδιώκω να κατανοήσω τις πληροφορίες που προέρχονται από την αρχαιολογία ως ιστορικές «πηγές», που έχουν σκοπό τελικά να βοηθήσουν στην ύφανση ενός πλέγματος που μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε φαινόμενα που συνέβησαν στο σχετικά απώτερο παρελθόν.
Στην πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο οραματίζομαι το όλο εγχείρημα είναι μια προσέγγιση που βασίζεται σε μεμονωμένες αλλά χαρακτηριστικές περιπτώσεις (case studies). Και αυτό γιατί είναι αδύνατο να καταπιαστεί κανείς με όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα σε ολόκληρη τη (νότια) Ελλάδα για τα 1100 χρόνια της βυζαντινής περιόδου. Με το να επικεντρωθώ σε μία σειρά περιπτώσεων ελπίζω να μπορέσω να μαζέψω αρκετό ύφασμα για ένα μεγαλούτσικο βυζαντινό μανδύα ή τουλάχιστον για ένα ζευγάρι πορφυρές βυζαντινές αυτοκρατορικές μπότες!
Οι λίγες περιπτώσεις που θα παρουσιάσω εδώ απόψε θέτουν, κατ’ ουσία, τα προβλήματα. Τις διάλεξα για να θίξω  ένα συγκεκριμένο ερώτημα και, στη συνέχεια, να εξετάσω με συντομία τις μαρτυρίες που, ίσως, μας βοηθήσουν να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα αυτό, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Θα έπρεπε να αναφέρω από την αρχή ότι για λόγους ευκολίας και ιστορικής συνέπειας, έχω περιορίσει γεωγραφικά το χώρο στην κεντρική και νότια Ελλάδα, βασικά δηλαδή στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο (το γεωγραφικό διαμέρισμα της Αχαΐας και τα βυζαντινά θέματα της Ελλάδας και της Πελοποννήσου).

Ενδεικτική Περίπτωση Έρευνας υπ. αριθμόν 1: Παγανιστές και Χριστιανοί
Το ζήτημα είναι απλό: πως κατανοούμε τη φύση της μεταστροφής της ελληνικής πόλης και υπαίθρου προς το Χριστιανισμό στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, μεταξύ των ετών 300 και 700 μ.Χ; Βασικά υπάρχουν δύο μοντέλα: αυτό της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο θρησκειών και των οπαδών τους έως ότου ο παγανισμός απλά «πέθανε» και εκείνο, σύμφωνα με το οποίο η μεταστροφή σημαδεύτηκε περισσότερο από διαμάχη και πιθανότατα από βία. Αυτό είναι ένα θέμα που αξίζει να ερευνήσουμε χρησιμοποιώντας πληροφορίες που προκύπτουν από την αρχαιολογική έρευνα, ακριβώς επειδή στην πραγματικότητα δεν έχουμε ιστορικά κείμενα που να ρίχνουν φως στο φαινόμενο αυτό στην Ελλάδα. Σε ένα σημαντικό άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1965, η Alison Frantz καταπιάστηκε με το ερώτημα αυτό, με βάση αρχαιολογικές μαρτυρίες και με επίκεντρο την Αθήνα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παγανιστές και χριστιανοί συνυπήρξαν για αρκετούς αιώνες και ότι ο παγανισμός σιγά – σιγά εξαφανίστηκε. Όταν αυτό συνέβη, οι χριστιανοί απλά κατέλαβαν τα άδεια κτήρια. Η άποψή αυτή ή κάποια παραλλαγή της παραμένει κυρίαρχη στην έρευνα έως τις μέρες μας.
Γενικά, οι ερευνητές που εργάζονται στην Ελλάδα τείνουν να αποδεχθούν ένα τέτοιο σενάριο, εν μέρει γιατί ταιριάζει στο μοντέλο που δικαιώνει την αρχαία κουλτούρα και δίνει έμφαση στη συνέχεια μεταξύ Αρχαιότητας και Μεσαίωνα. Ωστόσο, έχουμε πια αρκετές  αρχαιολογικές ενδείξεις που αντιτείνονται σ’ αυτή την άποψη.
Εξετάζουμε παραδείγματα προφανούς καταστροφής γλυπτών και άλλων «παγανιστικών» αντικειμένων από τρεις θέσεις στην Κόρινθο, οι οποίες τοποθετούνται χρονολογικά στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. Και στη συνέχεια μία παρόμοια περίπτωση στα Ίσθμια. Τέλος, την μαρτυρία για καταστροφή από τους Χριστιανούς του Ιερού της Δήμητρας και της Κόρης στην Ακροκόρινθο. Παρόμοιες καταστροφές ίσως μπορούν να καταγραφούν στη Μεσσήνη την ίδια περίπου χρονική περίοδο. Το ερώτημα παραμένει ανοικτό, αλλά μπορείτε να δείτε την τάση μου να ερμηνεύσω την αρχαιολογική μαρτυρία ως αποτέλεσμα θρησκευτικής βίας ή τουλάχιστον ως μία κρίσιμη αλλαγή σε ό,τι μετρούσε για την κοινωνία την εποχή εκείνη.

Επιφανειακή Έρευνα και Βυζαντινή Ιστορία
Η επιφανειακή έρευνα είναι ένα «εναλλακτικό» αρχαιολογικό εργαλείο, που επιδιώκει να παρέχει περισσότερες μαρτυρίες αναφορικά με τη χρήση της γης και τη δραστηριότητα πάνω σε αυτή, ειδικότερα στην ύπαιθρο.
Έτσι, για παράδειγμα, η επιφανειακή έρευνα έχει ήδη προσφέρει μαρτυρίες που αντικρούουν την παραδοσιακή θεώρηση της ύστερης αρχαιότητας ως μίας περιόδου παρακμής και κατάρρευσης. Στην πραγματικότητα τα δεδομένα που έχουν προκύψει δείχνουν ότι η περίοδος από το 300 έως το 700 μ.Χ. ήταν μία από τις περισσότερο ενεργές σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που μερικές φορές αναφέρεται ως πρώιμη πληθυσμιακή “έκρηξη” στο Βυζάντιο. Η διεξοδική έρευνα της τεράστιας ποσότητας δεδομένων που προέκυψαν έχει επιτρέψει σε όσους συμμετείχαν στην επιφανειακή έρευνα στην ανατολική Κορινθία να αναπτύξουν πιο εξελιγμένα μέσα προσέγγισης του υλικού και οι πρόσφατες δημοσιεύσεις των Bill Caraher, Demetri Nakasis και David Pettegrew έθεσαν, πιστεύουμε, τη χρήση των πληροφοριών της επιφανειακής έρευνας σε ένα νέο επίπεδο ανάλυσης. Θα ήθελα να σας επιστήσω την προσοχή στο πρόσφατο άρθρο του Pettegrew - που δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος του Hesperia – το οποίο αμφισβητεί το φαινόμενο της πληθυσμιακής έκρηξης στην ύστερη αρχαιότητα και μας επιτρέπει να αναλογιστούμε, με ασφαλέστερο τρόπο, τις μαρτυρίες από τη σύγχρονη ύπαιθρο.

Ενδεικτική Περίπτωση Έρευνας υπ. αριθμόν 2: Οι Βυζαντινοί “Σκοτεινοί Αιώνες”
Από τα τέλη του 4ου αιώνα, ας μας επιτραπεί (με λύπη) να ταξιδέψουμε μέσα στο χρόνο, να διασχίσουμε στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα, που προφανώς χαρακτηρίζεται από ευημερία και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, για να φτάσουμε στους Βυζαντινούς “Σκοτεινούς Αιώνες”, που διήρκεσαν από τον 7ο έως και το πρώτο μισό του 9ου αιώνα. Η περίοδος αυτή στερείται γραπτών πηγών και προσεγγίστηκε πάντοτε με έναν ιδιαίτερο τρόπο μέσω των αρχαιολογικών ευρημάτων. Δυστυχώς, ωστόσο, οι ερευνητές δεν κατάφεραν να κατανοήσουν τη λογική αυτών των αρχαιολογικών πηγών και να τις θέσουν στην υπηρεσία της ιστορικής ανάλυσης.  Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που έχουμε απόψε εδώ μαζί μας αρκετούς από εκείνους που έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη επιτυχία πασχίζοντας να θέσουν υπό έλεγχο το υλικό αυτό – την ερευνητική ομάδα του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. 
Η περίοδος αυτή, φυσικά, α`