Η διάλεξη του Βασίλη Λαμπρόπουλου για το ρόλο της Ακρόπολης στην ελληνική λογοτεχνία
July 28, 2008
Μαρία Σμάλη
Η αποδόμηση της Ακρόπολης στην ελληνική λογοτεχνία”
Βασίλης Λαμπρόπουλος, Πανεπιστήμιο Michigan
Προσεχώς από τις εκδόσεις Susan Stephens and Phiroze Vasunia: Classics and National Culture (Oxford University Press 2009).
Ό,τι και να ’ν’ η Ακρόπολη
δεν υπάρχει χωρίς εμάς
(Κώστας Μόντης, Ανθολόγηση από τις «Στιγμές», 1978)
Ενδιαφέρονται οι Έλληνες για την Ακρόπολη; Εάν ερευνήσουμε τη λογοτεχνία τους, διστάζουμε να απαντήσουμε. Ο “ιερός λόφος” εμφανίζεται ιδιαίτερα σπάνια στην ποίηση και στην πεζογραφία, και ακόμα και όταν κάνει την εμφάνισή του παρουσιάζεται ως αντικείμενο επίθεσης και όχι θαυμασμού. Οι Έλληνες συγγραφείς των τελευταίων δύο αιώνων μοιάζουν άκρως αδιάφοροι στο να επισκεφθούν ή να συζητήσουν αυτό το διάσημο μνημείο. Δεδομένου του σπουδαίου ρόλου που διαδραματίζει η αρχαιότητα στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα, καθώς επίσης και της κυρίαρχης θέσης που κατέχει η Ακρόπολη στα περιηγητικά λογοτεχνικά κείμενα που αφορούν στην Ελλάδα, η “στάση” αυτή της λογοτεχνίας προβληματίζει. Η εισήγηση αυτή θα δώσει μία απάντηση στο γρίφο.
Η Ακρόπολη είναι ένα από τα πιο γνωστά και τουριστικά μέρη στον κόσμο, ένα μέρος που όλοι αναγνωρίζουν και θαυμάζουν ακόμα και χωρίς να το έχουν δει από κοντά. Εκτός από την αρχαία δόξα της, η Ακρόπολη έχει αποκτήσει την αύρα ενός σύγχρονου «τόπου» που έχει δομηθεί μέσω της διανόησης και των θεσμών. Η Ακρόπολη είναι ένας αντί – χώρος, επειδή υπάρχει σαν μία αρχαιολογική τοποθεσία και συνάμα στη συλλογική φαντασία της δυτικής παράδοσης – τόσο εντός όσο και εκτός ιστορίας. Η Ακρόπολη μας φέρνει στο νου όχι μόνο τους Αθηναίους της κλασικής περιόδου που την οικοδόμησαν, αλλά επίσης και σύγχρονους δημιουργούς, όπως τους Melville, Thackeray, Flaubert, Freud, Hofmannsthal, Woolf, Durrell, Malraux, Heidegger, Golding, Walcott και Derrida, οι οποίοι αποτύπωσαν την επίσκεψή τους σε αυτή μέσω της λογοτεχνίας, της θεωρίας και του φιλοσοφικού στοχασμού. Σε αντιδιαστολή, η Ακρόπολη δε φέρνει στο νου τους σύγχρονους Έλληνες. Αντίστοιχα, διαπιστώνουμε ότι και οι Έλληνες δεν επιδεικνύουν έναν ανάλογο ενθουσιασμό, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο λόγος είναι ότι η “τεχνολογία” των περιηγητικών κειμένων που έχουν ως θέμα τους την Ελλάδα, τους έχει εξοβελίσει στη λήθη.
Η Άρτεμις Λεοντή έχει ερευνήσει τη λογοτεχνία, την αισθητική και την ιστορία σε σχέση με τους επιστημονικούς μηχανισμούς του Foucault. Τουλάχιστον από τον πρώιμο 19ο αιώνα, τα περιηγητικά κείμενα λειτούργησαν και ως τέτοιος μηχανισμός που καθυπόταξε τους Έλληνες στην κατωτερότητα ή την ασχετοσύνη. Σχεδόν σε ολόκληρη την παράδοση των περιηγητικών κειμένων, οι Έλληνες δεν μιλούν για το λόφο της Ακρόπολης, συνήθως επειδή δε βρίσκονται εκεί. Ως εκ τούτου προκύπτει η δραματική διαφορά ανάμεσα στους αιώνιους Έλληνες και τους ιστορικούς Έλληνες.
Για να βρούμε κάποιον Έλληνα πάνω στην Ακρόπολη, πρέπει να ανατρέξουμε στην ελληνική λογοτεχνία. Το έργο Τα Σπασμένα Χέρια της Αφροδίτης της Μήλου (2002) είναι μια μεταμοντέρνα έρευνα πάνω στην υβριδικότητα των σύγχρονων Ελλήνων από το συγγραφέα Νάνο Βαλαωρίτη (γεν. 1921), που τοποθετείται χρονολογικά στα 1820. Ο ήρωας, ονόματι Σεβαστιανός Μορόνης, ένας Έλληνας ιταλικής καταγωγής που ζει στην αποικιακή Κέρκυρα ως βρετανός υπήκοος, κατηγορείται για την κλοπή αρχαίων ευρημάτων και φυλακίζεται στα Προπύλαια. Τελικά, ο Τούρκος δικαστής του χαρίζει τη ζωή και τον παραχωρεί ως υπηρέτη, για το υπόλοιπο της ζωής του, στον υιοθετημένο γιο του Γενίτσαρο Σελίμ. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι ο νέος αφέντης του είναι κάποιος χαμένος ξάδελφος του από την Αίγυπτο, ο οποίος είχε πουληθεί ως σκλάβος και λάβει μουσουλμανική ανατροφή.
Αμέσως μόλις η Ακρόπολη απελευθερώθηκε, οι επισκέπτες έβρισκαν διάφορους τρόπους για να περάσουν τον καιρό τους εκεί. Ο διακεκριμένος λόγιος και συγγραφέας Γεώργιος Τερτσέτης (1800 – 1874) περιγράφει την επίσκεψή του στην Ακρόπολη με τη συνοδεία τεσσάρων επιφανών Ελλήνων πολιτικών στα 1836. Παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον να δούμε τη διαφορετική στάση τους αμέσως μόλις πέρασαν τα Προπύλαια. Ο ένας από αυτούς ζητά από κάποιον να του δείξει το σημείο όπου σκοτώθηκε κάποιος ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης. Ο δεύτερος συναντά κάποιον που κριτικάρει τον τέως Πρόεδρο της Ελλάδας. Ο τρίτος πηγαίνει στο ψηλότερο σημείο και κοιτάζει προς τη θάλασσα. Μόνο ο τέταρτος περπατά έως το σημείο που βρίσκεται ο Παρθενώνας και τον ατενίζει με σιγή και προσήλωση, κάτι που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν αναλογιστούμε ότι στην πραγματικότητα κοιτούσε τα απομεινάρια του τουρκικού τζαμιού που υπήρχε εκεί ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα. Μετέπειτα επισκέπτες θα εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στις εργασίες που γίνονταν στην Ακρόπολη την ίδια εποχή.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος Οι Σαλτιμπάγκοι (2004) – έργο του ηθοποιού και συγγραφέα Γιώργου Κοτανίδη – είναι ένας Έλληνας της Διασποράς που έρχεται στην Αθήνα την ίδια χρονιά (1836) για να ιδρύσει το πρώτο θέατρο της ελεύθερης ελληνικής επικράτειας. Στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ακρόπολη βλέπει εργάτες να απομακρύνουν βενετικά τείχη και τουρκικά σπίτια από το βράχο, ενώ ο ναός της Αθηνάς Νίκης αναστηλώνεται υπό την επίβλεψη Ελλήνων και Βαυαρών αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων. Σε λίγες δεκαετίες όλα τα μεσαιωνικά και oθωμανικά κτίσματα γκρεμίστηκαν, έτσι ώστε τίποτα άλλο πέρα από τα αρχαία ερείπια να μην είναι ορατό στο χώρο. Η Ακρόπολη διαμορφώθηκε στη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα.
Σε αντίθεση με ό,τι πιθανότατα περιμένουν οι σπουδαστές των νεοελληνικών σπουδών και της ελληνικής λογοτεχνίας, η Ακρόπολη δεν κατέχει περίοπτη θέση στην ελληνική λογοτεχνία των τελευταίων δύο αιώνων. Στην πραγματικότητα, κάνει μόνο σπάνια την εμφάνισή της. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ακόμα και όταν υπάρχουν αναφορές της στη λογοτεχνία, αντί να “γεννά” ιδανικά μεγαλείου και δόξας, φαίνεται να δέχεται την επίθεση τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών δυνάμεων. Όπως θα δούμε, η ελληνική λογοτεχνία αποδομεί με συνέπεια τη δυτική ετεροτοπία.
Αυτή η “καταστροφική” (σύμφωνα με τον Heidegger) παράδοση εγκαινιάστηκε από τον πρωτοπόρο τροτσκιστή συγγραφέα Νικόλαο Κάλα (1907 – 1989) με ένα κομμάτι που εμφανίζεται στη πρώτη του συλλογή με τίτλο Ποιήματα (η οποία κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1932 υπό το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος). Το ποίημα “Ακρόπολη” αντλεί το θέμα του από το βομβαρδισμό του 1687, ο οποίος επέφερε ανεπανόρθωτες βλάβες στον Παρθενώνα στη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης, που τελούσε υπό οθωμανική κατοχή, από το βενετικό πυροβολικό με διοικητή τον Φραγκίσκο Μοροζίνι. Η ειρωνεία είναι ότι στο ποίημα αυτό το μνημείο καταστρέφεται όχι επειδή γίνεται κομμάτια, αλλά επειδή “αναστηλώνεται” δια μέσου του φωτογραφικού φακού. Καθώς το θρυλικότερο “ερείπιο” αποκαθίσταται καθημερινά με τη βοήθεια όλων των μέσων μηχανικής αναπαραγωγής, μετατρέπεται σε ένα δημοφιλές σύγχρονο αγαθό: γίνεται σύνθημα, σύμβολο, θέαμα.
Σε συνδυασμό με τη φωτογραφική του “αναδόμηση”, στην περίοδο από το 1922 έως το 1933 ο Παρθενώνας γνώρισε τη δεύτερη σύγχρονη αποκατάστασή του, σε συνέχεια της πρώτης που έλαβε χώρα μεταξύ των ετών 1898 και 1902. Το εγχείρημα αυτό ενέπνευσε το γνωστό Γάλλο ιστορικό André Charbonnier να εισηγηθεί την αναβίωση των Παναθηναίων και οδήγησε στη δημιουργία του Καταστατικού Χάρτη της Αθήνας για την Αποκατάσταση των Ιστορικών Μνημείων.
Κανένα έργο δεν αναπαριστά με καλύτερο τρόπο τον ιδεαλισμό που διακωμώδησε ο Κάλας από τη δουλειά του Ελβετού φωτογράφου François – Frédéric [Fred] Boissonnas (1858 – 1946). Η ευρείας κλίμακας δουλειά του (13 λευκώματα) ξεκινά αμέσως μετά τα έργα συντήρησης της Ακρόπολης (1885 – 1890), που έφτασαν μέχρι το φυσικό βράχο αφαιρώντας τα απομεινάρια της ύστερης κλασικής περιόδου και αποτυπώνει το μέρος όπως δεν είχε φανεί μετά τις ημέρες της αρχαίας δόξας του (για παράδειγμα, το λεύκωμα του 1910 - 1912, Ο Παρθενώνας).
Δύο φημισμένοι επισκέπτες που έφτασαν στην Αθήνα μόλις κάποιους μήνες μετά την έκδοση των ποιημάτων του Κάλα μπορούν να θεωρηθούν ως εμβληματικοί των δυο αντίθετων προσεγγίσεων της Ακρόπολης. Ο φουτουριστής Filippo Tommaso Marinetti ταξίδεψε στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1933 και η συμβουλή του προς τους Έλληνες ήταν να γυρίσουν την πλάτη τους στην Ακρόπολη και να σκοτώσουν τη μελαγχολία και τη νοσταλγία τους με πρωτότυπες ανακαλύψεις (Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρόνια, 1994). Ο δεύτερος επισκέπτης, ο Le Corbusier (1933), προσδιόριζε τον κλασικισμό ως έμφυτα σύγχρονο και ήλπιζε σε ένα σύγχρονο κίνημα κλασικισμού που υιοθετήθηκε με προθυμία από τον αθηναϊκό Τύπο. Όχι όμως και από τους συγγραφείς.
Σε κάποιο άλλο αδημοσίευτο ποίημά του, ο Κάλας χλευάζει τον Ψυχάρη που μεταγράφει στη δημοτική γλώσσα τη λέξη Παρθενώνας σε “Παρθενός”. Προφανώς έχει στο μυαλό του το κεφάλαιο “Οι αρχαίοι” από το αμφιλεγόμενο έργο του Γιάννη Ψυχάρη Το Ταξίδι μου (1888), όπου ο λόγιος εξιστορεί το πρώτο ταξίδι του στη Ελλάδα στα 1886. Ο Ψυχάρης ανεβαίνει στην Ακρόπολη κάποιο μεσημέρι και συναντά όλους τους γνωστούς αρχαίους Έλληνες που έζησαν από την αρχαϊκή έως και την ελληνιστική εποχή να εργάζονται και να συνομιλούν. Με προφητικό τρόπο, εξυμνεί του προγόνους του, ενώ η επίσκεψή του καταλήγει σε ένα πολύ διαφορετικό ύφος, όταν ο Αριστοφάνης τον ρωτά για τα επιτεύγματα των σύγχρονων Ελλήνων και ο Ψυχάρης έρχεται σε δύσκολη θέση, καθώς πρέπει να παραδεχθεί ότι δεν υπάρχουν. Ακόμα και ένας Έλληνας του 19ου αιώνα, που εκφράζει τεράστιο θαυμασμό για την αρχαιότητα, μπορεί να παρουσιάσει την Ακρόπολη ως απειλή για τη σύγχρονη ζωή.
Οι τρεις σπουδαιότεροι οπαδοί του κινήματος του Μοντερνισμού, Νικόλαος Κάλας, Γιώργος Σεφέρης (Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, 1926 – 1928) και Γιώργος Θεοτοκάς (Αργώ, 1933 – 1936 και Οι Καμπάνες, 1966, έργο που εκδόθηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα) παρουσιάζουν την Ακρόπολη ως ένα μνημείο που έχει γίνει βορά εμπορικών, τεχνολογικών και φυσικών δυνάμεων. Αντί να υμνούν τις υπερβατικές ιδιότητες του μνημείου, όπως έκαναν σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι τους ξένοι περιηγητές, το αντιλαμβάνονταν ως κάτι τρωτό και ανυπεράσπιστο. Θεωρούν ότι η μεγαλειώδης τέχνη και οι κλασικές αξίες δεν μπορούν να προστατευθούν από την οικειοποίηση και την παραποίηση, πόσο μάλλον από το πέρασμα του χρόνου. Όπως σημειώνει ο Gregory Jusdanis, ο ελληνικός «μοντερνισμός αντέδρασε ενάντια στην απολίθωση του κλασικισμού. Επιπλέον, έχασε τη μαγεία του εξαιτίας του έργου της αποκατάστασης, στο οποίο πρωτεύοντα ρόλο είχε η αρχαιολογία. Αντί να εκμεταλλευτούν το παρελθόν, οι μοντέρνοι συγγραφείς αμφισβήτησαν τη σχέση τους με αυτό. Διερωτώνταν όλο και περισσότερο εάν υπάρχει η δυνατότητα να γνωρίσουμε το παρελθόν στο σύνολό του, όπως είχε υποσχεθεί η αρχαιολογία, εάν μπορούσε να το αναβιώσει με έναν τρόπο που θα σήμαινε κάτι για το παρόν ή εάν το παρελθόν είχε μετατραπεί σε μία νεκρή αξία». Κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι οι Έλληνες δεν επιδοκιμάζουν τον αισθητικό ιδεαλισμό, αλλά όταν πρόκειται για το σπουδαιότερο σύμβολο του πολιτισμού τους, τότε επιδεικνύουν έναν αξιοσημείωτο σκεπτικισμό έναντι της ικανότητάς του να λειτουργεί ως αιώνιο και ανυπέρβλητο πρότυπο.
Το θέμα αυτό δεν είναι άγνωστο στην ελληνική πεζογραφία. Ο έμμετρος πρόλογος της μικρής συλλογής Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970) του Μάριου Χάκκα (1931 – 1972) ξεκινά με την εκθαμβωτική λευκότητα του πεντελικού μαρμάρου. Μετά από δύο σελίδες, στο τέλος του προλόγου και την αρχή του οδυνηρού μονολόγου, ο λόφος της Ακρόπολης εμφανίζεται σταχτής, όπως το τσιμέντο, και ο Ναός της Απτέρου Νίκης ως ένα νεκροταφείο για σπασμένα, ηττημένα φτερά. Το μυθιστόρημα Το αδιανόητο τοπίο (1991) του Τάκη Θεοδωρόπουλου (γεν. 1954) περιλαμβάνει την ιστορία ενός ηλικιωμένου αρχαιολόγου, ο οποίος υποφέρει από κατάθλιψη, που προκλήθηκε από την εμμονή του ότι ο Παρθενώνας είναι καταδικασμένος να εξαφανιστεί. Ο σκεπτικισμός αυτός, που αρθρώθηκε αρχικά από τους Μοντερνιστές, γνώρισε την εξέλιξή του από τους συγγραφείς της πρώτης γενιάς μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που προχώρησαν ένα βήμα μπροστά και πρότειναν να καταστραφεί η Ακρόπολη σκόπιμα.
Ο Γιώργος Μακρής, φίλος του Νάνου Βαλαωρίτη, ήταν ένας άνθρωπος των γραμμάτων που στα είκοσί του χρόνια, το Νοέμβριο του 1944, έγραψε και κυκλοφόρησε μεταξύ των πολλών διαπρεπών φίλων του ένα μανιφέστο με τίτλο «Διακήρυξη Υπ. Αριθμόν 1», που καλούσε σε «ανατίναξη των αρχαίων μνημείων, προπαγάνδα ενάντια στις αρχαιότητες και σε κάθε αντικείμενο που δε μας αρέσει.» Καθώς αυτό το κείμενο εμφανίστηκε μόλις λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση της Ακρόπολης και της υπόλοιπης Αθήνας από τους Γερμανούς, η ιδέα της κατεδάφισης του μνημείου, που μόλις είχε απελευθερωθεί, θα πρέπει να προκάλεσε σοκ, εντούτοις όμως σαγήνευσε εκείνους τους περιθωριακούς διανοούμενους που αισθάνονταν παγιδευμένοι από τα διλήμματα που έθεσε ο εμφύλιος πόλεμος (1944 – 1949). Ο Παρθενώνας που είχε κατακτηθεί από το χρόνο και τον τουρισμό, προσέφερε τώρα ένα μάθημα στο δεσποτισμό της ιστορίας και την τυραννία της φόρμας. Η απελευθέρωση των δημιουργικών ενστίκτων μπορούσε να επιτευχθεί μόνο διαμέσου της καταστροφής της μονιμότητας.
Το βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου Ο βομβιστής του Παρθενώνα ή το γκρέμισμα των συμβόλων περιγράφει μία σειρά εκρήξεων στο βράχο της Ακρόπολης στα 1996. Ο Χ. Κ., ένας 22χρονος άνεργος ιδεαλιστής, παραμένει ένας ιδεολόγος έφηβος και κατέχεται από μία συγκεκριμένη νεύρωση: έχει ζητήματα να διευθετήσ