Η Εικονογραφία του Αγώνα του Ιωάννη Μακρυγιάννη
Οι πίνακες του Ιωάννη Μακρυγιάννη είναι ένας σπουδαίος θησαυρός της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, σύμβολο της σημαντικής συνεισφοράς του Ι. Γεννάδιου στη μελέτη της ελληνικής ιστορίας. Οι ναΐφ αυτοί πίνακες μας δίνουν τη δυνατότητα να αναστοχαστούμε την κοσμοθεωρία του αγωνιστή, ο οποίος στους δύο αιώνες που μας χωρίζουν από την Επανάσταση έχει χαρακτηριστεί από τους ιστορικούς, ανάλογα με την οπτική τους, ως ριζοσπάστης πολεμιστής, επαναστάτης, πατριώτης και δημαγωγός.
Εκλαμβάνοντας την ιστορία ως χρέος προς τις επόμενες γενιές, ο Μακρυγιάννης έμαθε γράμματα το 1829 για να συντάξει τα απομνημονεύματά του. Επιστράτευσε επίσης και τη δύναμη της εικόνας για να αποτυπώσει με σαφήνεια την αμεσότητα της ιστορικής στιγμής και να ξυπνήσει στο κοινό του τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό του Αγώνα.
Αρχικά ανέθεσε την εικονογράφηση σε έναν ευρωπαίο ζωγράφο, προφανώς από αυτούς που εργάζονταν στην αυλή του βασιλιά Όθωνα. Τα εξατομικευμένα στοιχεία δυτικής τεχνοτροπίας που χρησιμοποίησε ο «Φράγκος» ζωγράφος όμως δεν ανταποκρίνονταν στις αισθητικές αντιλήψεις του στρατηγού ούτε αποτύπωναν το συλλογικό στοιχείο της Ελληνικής Επανάστασης. Αντί γι’ αυτόν επέλεξε έναν Έλληνα αγωνιστή, τον Δημήτριο Ζωγράφο από τα Βορδώνια της Λακωνίας, που όπως δείχνει το επώνυμό του μάλλον είχε εργαστήρι ζωγραφικής.
Για να παρουσιάσει όλη την αλήθεια ο Μακρυγιάννης επισκέφθηκε με το Δημήτριο Ζωγράφο τα πεδία των μαχών και έφτιαξε προσχέδια που εξηγούσαν τα γεγονότα με κάθε λεπτομέρεια. Άλλωστε, στον εκτεταμένο υπομνηματισμό στο κάτω περιθώριο κάθε εικόνας αναφέρονται πολλές λεπτομέρειες, κάποιες από τις οποίες βρίσκουμε και στα Απομνημονεύματα.
Βασικός ρόλος των εικόνων για το Μακρυγιάννη ήταν η αποτύπωση της ιστορικής αλήθειας και η ανασκευή άλλων ψευδών εξιστορήσεων, επομένως η εικονογράφηση έπρεπε πρώτα απ’ όλα να μιλάει στην ψυχή του. Έπρεπε να ταιριάζει με κάποιο κομμάτι του εαυτού του, της ελληνικής παράδοσης και αυτό ήταν φυσικά η βυζαντινή ζωγραφική. Ο Ζωγράφος φιλοτέχνησε την αρχική σειρά για το Μακρυγιάννη πάνω σε ξύλο όπου χρησιμοποίησε την παραδοσιακή τεχνική των βυζαντινών αγιογραφιών, την αυγοτέμπερα.
H απλότητα του ύφους του δανείζεται τύπους και μοτίβα από μετα-βυζαντινά και λαϊκά πρότυπα και αντικατοπτρίζει την απλή, απαίδευτη γραφή του Μακρυγιάννη. Η εύγλωττη αμεσότητα της διήγησης δίνει μια ολιστική εικόνα ειδωμένη από ψηλά με έντονα χρώματα, έλλειψη προοπτικής, και έμφαση στη ρυθμικότητα της κίνησης. Εστιάζει σε μία συλλογική και μη εξατομικευμένη διάσταση που ενδιαφέρεται για τη γενική εντύπωση και τον παλμό της μάχης. Αποτυπώνει τη γνωστή ρήση του Μακρυγιάννη: «Είμαστε εις το «εμείς» κι όχι εις το «εγώ».
Η τέχνη του Ζωγράφου, παρουσιάζει τα γεγονότα απλά και παρατακτικά με παραστάσεις μεμονωμένες που διαδέχονται η μια την άλλη σαν κόμικς. Η αμεσότητα της διήγησης είναι εύγλωττη. Ο πίνακας της δεύτερης πολιορκίας της Ακρόπολης κυριολεκτικά πάλλεται. Κόσμος τρέχει, μάχεται, υποκύπτει στα τραύματά του, προτάσσει γιαταγάνια, πέφτει κλπ. Η απουσία προοπτικής και η διάρθρωση του χώρου σε ένα συνεχές κεκλιμένο επίπεδο όπου το πιο σημαντικό συνεκτικό στοιχείο είναι το χώμα του ιερού βράχου της Ακρόπολης και στην κορφή ο Παρθενώνας με το τζαμί των Οθωμανών, δημιουργεί την αίσθηση της κίνησης και τονίζει το χάος της μάχης.
Στην εικόνα βλέπουμε και τον ίδιο το Μακρυγιάννη, του οποίου η ανδρεία και ο πατριωτισμός τονίζεται στο υπόμνημα [10. Απέξω από τον Σαρπετζέ … ο Μακρυγιάννης με το σώμα του και επληγώθη έμπροσθεν εις τον λαιμόν και εις το κεφάλι, και 13. Απεφάσισαν οι πολιορκημένοι πληρεξούσιόν τους τον Μακρυγιάννην να εύγη να υπάγη εις την Διοίκησιν να είπη την έλλειψιν και την κακήν κατάστασιν του φρουρίου και εβγήκεν με πέντε ιππείς]. Άξιο λόγου είναι πάντως ότι ακόμη και ο Μακρυγιάννης, κεντρικός ήρωας της παράστασης, δεν διαφέρει από τους γύρω του εκτός από τον αριθμό που τον ταυτοποιεί (10).
Την περίοδο 1836-1839 ο Δημήτριος Ζωγράφος φιλοτέχνησε αυτά τα 24 κάδρα πρώτα σε ξύλο για τον ίδιο το Μακρυγιάννη και μετά σε ακουαρέλα πάνω σε χαρτί ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τους βασιλείς που βοήθησαν στην ανεξαρτησία της Ελλάδας (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) και τον βασιλιά Όθωνα. Έως το 1909 ήταν γνωστές μόνο οι υδατογραφίες που στάλθηκαν στη βασίλισσα Βικτώρια της Αγγλίας το 1839.
Την άνοιξη του 1909 ο Ιωάννης Γεννάδιος αγόρασε σε δημοπρασία στη Ρώμη τη σειρά 24 πινάκων που είχε φιλοτεχνηθεί για τον Όθωνα. Με τη δωρεά της συλλογής του Γενναδίου στην Αμερικανική Σχολή το 1926, οι εντυπωσιακοί αυτοί πίνακες έφτασαν στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και έγιναν κτήμα του ελληνικού λαού. Έκτοτε έχουν χρησιμοποιηθεί ως εμβληματικές απεικονίσεις της ιστορίας του 1821 μέσα από την ελληνική ματιά σαν αντίβαρο στους πίνακες των Βαυαρών και Γάλλων ζωγράφων που εξιδανίκευαν την ιστορία του΄21. Η τύχη της γαλλικής και ρωσικής σειράς παραμένει άγνωστη.