Το στεφάνι του Λόρδου Βύρωνα και άλλες ιστορίες: μια επίσκεψη στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη
February 17, 2016
Από την ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ -Πηγή: www.lifo.gr
Ο Ιωάννης Γεννάδιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1844 και ήταν γιος του λόγιου Γεωργίου Γενναδίου, που ήταν γυμνασιάρχης στο A' Γυμνάσιο των Αθηνών και εξέχον μέλος της πνευματικής ζωής της Ελλάδας – ανάμεσα σε άλλα, ήταν ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την παλαιά αθηναϊκή οικογένεια των Μπενιζέλων, οπότε είχε ένα πολύ καλό υπόβαθρο. Δυστυχώς, έχασε τον πατέρα του σε ηλικία δέκα ετών από τη μεγάλη επιδημία πανούκλας του 1854. Κάποια στιγμή ο νονός του, ο αιδεσιμότατος Χιλλ, ιδρυτής της ομώνυμης σχολής, τον έστειλε στη Μάλτα, όπου έμεινε τρία χρόνια και έμαθε πάρα πολύ καλά αγγλικά. Πριν κλείσει τα είκοσι έφυγε για την Αγγλία (1862), όπου αρχικά δούλεψε στην εμπορική εταιρεία των αδελφών Ράλλη και παράλληλα αρθρογραφούσε για την Ελλάδα, θέλοντας να μεταδώσει την αίγλη την οποία πίστευε ότι έχει, αίγλη που δεν φαινόταν να αναγνωρίζουν οι Ευρωπαίοι.
Το 1870 έγιναν κάποιες θηριώδεις σφαγές στο Δήλεσι, όπου ληστές σκότωσαν τρεις Άγγλους, ανάμεσά τους κι έναν ευγενή. Ο Γεννάδιος έγραψε ένα ολόκληρο άρθρο για το γεγονός και το μοίρασε σε όλα τα μέλη της Βουλής των Λόρδων το βράδυ πριν συζητηθεί το θέμα, προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν έφταιγαν οι Έλληνες για το γεγονός αλλά η κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα αυτής του της πρωτοβουλίας ήταν να απολυθεί από τους αδελφούς Ράλλη και να πιάσει δουλειά στην Ελληνική Πρεσβεία! Έτσι, ξεκίνησε η διπλωματική του καριέρα από τη δεκαετία του 1870 και ουσιαστικά έμεινε διπλωμάτης σε όλη του τη ζωή, με βάση του το Λονδίνο. Παράλληλα, άρχισε να μαζεύει βιβλία, χειρόγραφα, χάρτες και έργα τέχνης, τα οποία βασικά δείχνουν τη συνέχεια του Ελληνισμού. Δείχνουν ότι το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν είχε πεθάνει, ότι συνέχιζε να υπάρχει, και εγώ είμαι απόλυτα πεπεισμένη, πλέον, ότι προσπαθούσε να δείξει στους Άγγλους αυτήν τη συνέχεια του Ελληνισμού μέσα από τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά κείμενα. Όντας ο ίδιος διπλωμάτης, τον ενδιέφερε πάρα πολύ η Ιστορία, η διπλωματική Ιστορία και, μια και ονειρευόταν μια μεγάλη Ελλάδα, τον ενδιέφεραν τα Βαλκάνια, η Μέση Ανατολή μέχρι τον Καύκασο, όλο αυτό το κομμάτι που επηρέαζε γεωπολιτικά την Ελλάδα. Η συλλογή των βιβλίων του είναι βασικά μια ιστορική βιβλιοθήκη που δείχνει τις εκφάνσεις του Ελληνισμού ανά τους αιώνες και, ενδεχομένως, δεν θα μπορούσε να γίνει αν ο Γεννάδιος δεν ζούσε στο Λονδίνο. Το ότι ήταν εκεί τού έδινε τη δυνατότητα να βρει βιβλία καταπληκτικά, που δεν θα μπορούσε να τα βρει αλλού.
Ο Γεννάδιος δεν ήταν πλούσιος, ζούσε με τον μισθό του διπλωμάτη και όταν έχασε τη θέση του λόγω της πτώχευσης της Ελλάδας, έμεινε χωρίς χρήματα και αναγκάστηκε να πουλήσει ένα μεγάλο κομμάτι της συλλογής του – έχουμε, μάλιστα, τον κατάλογο του οίκου Sotheby's με τα βιβλία που πουλήθηκαν το 1895. Τα περισσότερα τα ξαναμάζεψε, υπάρχουν όμως και κάποια που δεν τα βρήκε ποτέ. Μερικά, όπως το "Flora Graeca", αγοράστηκαν από τη βιβλιοθήκη αργότερα. Δεν είχε παιδιά και κάποια στιγμή προς το τέλος της ζωής του αποφάσισε να δωρίσει τη συλλογή των βιβλίων του σε ένα ίδρυμά του στην Ελλάδα. Ήθελε οι 26.000 τίτλοι βιβλίων να στεγαστούν σε ένα καινούργιο κτίριο με το όνομα Γεννάδειον, προς τιμήν του πατέρα του. Στη διάρκεια μιας διπλωματικής αποστολής στην Ουάσινγκτον το 1922 συνάντησε τον Edward Capps, πρόεδρο της Διοικούσας Επιτροπής της Αμερικανικής Σχολής, και ουσιαστικά μέσα σε έναν μήνα έκλεισαν τη συμφωνία: ο Γεννάδιος θα έδινε τα βιβλία, η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, που είχε ιδρυθεί στην Αθήνα το 1881, ανέλαβε να βρει τους πόρους για την ανέγερση του κτιρίου και η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε το κτήμα που βρισκόταν απέναντι από αυτό που είχε παραχωρήσει στην Αμερικανική Σχολή πριν από μερικές δεκαετίες. Η Αμερικανική Σχολή μάζεψε χρήματα από το Carnegie Corporation, το οποίο τότε έδινε χρήματα για να χτιστούν βιβλιοθήκες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία. Η Γεννάδειος, λοιπόν, είναι η μόνη βιβλιοθήκη του ιδρύματος Carnegie που βρίσκεται στην ηπειρωτική Ευρώπη και το ίδρυμα έδωσε γι' αυτήν 200.000 δολάρια, τα οποία αργότερα έγιναν 250.000.
Τα σχέδια έγιναν από δύο Αμερικανούς αρχιτέκτονες, τον John Van Pelt και τον W. Stuart Thompson, αλλά η αρχή των εργασιών συνέπεσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα χρήματα όμως υπήρχαν, οπότε η ανέγερση συνεχίστηκε και τα πάντα ήρθαν από την Αμερική –ακόμα και οι κλειδαριές! Ήταν ένα έργο φτιαγμένο με αμερικανικά κεφάλαια, μια εποχή που η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση φοβερή. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι αρχιτέκτονες αλλού είχαν φτιάξει κτίρια πολύ πιο μοντέρνα, εδώ όμως επέλεξαν να κάνουν ένα κτίριο νεοκλασικό, για να δέσει περισσότερο με την περιοχή. Πάνω από τις κολόνες αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί μια φράση που προέρχεται από τον "Πανηγυρικό" του Ισοκράτη, ελαφρά παραφρασμένη: «Έλληνες καλούνται οι της παιδεύσεως της ημετέρας μετέχοντες». Η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη εγκαινιάστηκε στις 23 Απριλίου του 1926 (90 χρόνια πριν) και ήταν τότε πολύ μακριά από το κέντρο της Αθήνας – εδώ ήταν βοσκοτόπια. Υπάρχουν φωτογραφίες από τα εγκαίνια που δείχνουν τον Υμηττό εντελώς άδειο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπήρχαν μόνο δυο-τρεις αναγνώστες την εβδομάδα.
Αυτό που είναι πάρα πολύ σημαντικό είναι ότι η Αμερικανική Σχολή αποφάσισε να μην κρατήσει τη συλλογή σαν ένα μουσείο σπάνιων βιβλίων αλλά ουσιαστικά να την κάνει έναν πυρήνα για να αναπτύξει μια ερευνητική βιβλιοθήκη, σε συνδυασμό με τη βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής (Blegen) που ασχολείται με την αρχαιότητα μέχρι το 300 μ.Χ. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι αποφάσισαν να επεκτείνουν την έρευνα που είχαν ξεκινήσει και να συμπεριλάβουν όχι μόνο το Βυζάντιο αλλά ακόμα και τον 19ο και 20ό αιώνα. Ο Γεννάδιος δώρισε τα βιβλία το 1926, πέθανε το 1932 και μέχρι τότε συνέχιζε να αγοράζει βιβλία για τη βιβλιοθήκη, καθώς και 200 υδατογραφίες του Edward Lear με ελληνικά τοπία. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η Αθήνα δημογραφικά άλλαξε και από τη δεκαετία του '50 η Γεννάδειος βρέθηκε να είναι στο κέντρο της πόλης, οπότε άρχισαν να έρχονται κι άλλες δωρεές. Η πρώτη δωρεά αρχείων, ήδη από τη δεκαετία του '30, ήταν το αρχείο του Ερρίκου Σλήμαν, το οποίο έδωσαν τα παιδιά του – πρόκειται για τη ναυαρχίδα των αρχείων της συλλογής μας. Το 1952 η Ελένη Σταθάτου δώρισε αρχικά μια συλλογή βιβλίων και το 1960 το μικρό της σαλόνι, ενώ το μεγάλο σαλόνι το πρόσφερε στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης δώρισαν τα αρχεία τους όταν κέρδισαν το Νόμπελ και αργότερα ήρθε το καταπληκτικό ιστορικό αρχείο της οικογένειας Δραγούμη. Γενικά, τα αρχεία μας είναι πολιτικά, ιστορικά και λογοτεχνικά, επικεντρωμένα στη Γενιά του '30 – έχουμε το αρχείο του Μυριβήλη, του Τερζάκη, του Βενέζη, του Βάρναλη. Ο Γεννάδιος είχε το δικό του ταξιθετικό σύστημα, το οποίο ακόμα χρησιμοποιούμε: εκτός από βυζαντινή, ελληνική και τουρκική ιστορία, υπήρχαν και μερικές μορφές που γι' αυτόν ήταν πολύ σημαντικές ως σύμβολα – ο Κοραής, ο Βύρων, ο Λέων Αλλάτιος, ο οποίος ήταν λατινομαθής και είχε σχέση με το Βατικανό. Αυτές ήταν ξεχωριστές συλλογές, όπως ήταν και η "Independence" −η Επανάσταση−, καθώς και η συλλογή που περιλάμβανε τα προσωπικά και οικογενειακά βιβλία. Ο Γεννάδιος σε μια δημοπρασία στο Λονδίνο, τη δεκαετία του 1870, αγόρασε μια συλλογή με προσωπικά αντικείμενα του λόρδου Βύρωνα –ανάμεσά τους το στεφάνι που έβαλαν οι Μεσολογγίτες στον τάφο του.
Μια ακόμα σημαντική συλλογή που έχουμε είναι αυτή με τα ζωγραφικά έργα που απεικονίζουν επεισόδια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και φιλοτεχνήθηκαν για λογαριασμό του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ο Μακρυγιάννης, όταν τελείωσε τα "Απομνημονεύματά" του, έψαξε να βρει έναν ζωγράφο και αρχικά βρήκε έναν Γάλλο, του οποίου το έργο δεν τον ικανοποίησε. Τελικά, βρήκε τον Παναγιώτη Ζωγράφο, παλαίμαχο αγωνιστή που καταγόταν από τη Σπάρτη, ο οποίος ζωγράφισε 25 έργα σε ξύλο. Στη συνέχεια, ο Μακρυγιάννης τού ζήτησε να φτιάξει τέσσερις σειρές αντιγράφων σε χαρτί με σκοπό να τις δωρίσει στους τέσσερις βασιλείς – της Ελλάδας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Αυτήν τη στιγμή η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη έχει τη μία σειρά −πιθανότατα του Όθωνα, που αγοράστηκε από τον Γεννάδιο σε μια δημοπρασία στη Ρώμη− και άλλη μία υπάρχει στο Κάστρο του Windsor. Η βιβλιοθήκη ξεκίνησε με 26.000 τίτλους, τώρα έχουμε πάνω από 125.000 – δεν μπορούμε όμως να αγοράζουμε πια πολλά σπάνια βιβλία, γιατί οι τιμές τους είναι πλέον απλησίαστες. Έχουμε, όμως, μια καταπληκτική συλλογή 3.000 ιστορικών χαρτών περίπου, χαρακτικά –είναι μια συλλογή πολύ πλούσια, στην οποία κάθε ερευνητής που έρχεται ανακαλύπτει και κάτι καινούργιο». Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο κ. Σίμος Ζένιου, ο οποίος είναι υπότροφος της βιβλιοθήκης, που ετοιμάζει τη διατριβή του: «Οι συλλογές, ειδικά για τον 15ο-19ο αιώνα, είναι εξαιρετικές. Όποιος εργάζεται πάνω σε οποιονδήποτε τομέα της ελληνικής ιστορίας, λογοτεχνίας και πολιτισμού αυτών των αιώνων θα βρει ό,τι χρειάζεται. Επιπλέον, εδώ καλωσορίζουν τον ερευνητή, θεωρούν χρέος τους να τον διευκολύνουν, δεν έχουν τη λογική του αδύτου. Θέλουν να έρθει ο κόσμος να δει, να μελετήσει, να βρει ό,τι αναζητά. Μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση ακόμα και σε βιβλία του 15ου αιώνα, η πολιτική τους είναι ανοιχτή. Ενδιαφέρουσες είναι και οι διαλέξεις που οργανώνονται – όχι μόνο αυτές που απευθύνονται στο κοινό αλλά και αυτές που φέρνουν σε επαφή τους ερευνητές που εργάζονται εδώ».
«Η βιβλιοθήκη δεν είναι δημόσια, ανήκει στην Αμερικανική Σχολή, αλλά είναι ανοιχτή στο κοινό. Ο φιλαναγνώστης που θα την επισκεφθεί έχει πρόσβαση σε αυτήν εντελώς δωρεάν. Με την ταυτότητά του μπορεί κανείς να βγάλει μια κάρτα για τη βιβλιοθήκη και να την επισκέπτεται. Στην ιστοσελίδα μας μπορεί ο καθένας να ενημερωθεί για τα βιβλία που υπάρχουν εδώ, ώστε να επιλέξει αυτά που τον ενδιαφέρουν. Τα βιβλιοστάσια δεν είναι προσβάσιμα, τα βιβλία τα φέρνει το προσωπικό της βιβλιοθήκης. Για να έχει κάποιος ερευνητής πρόσβαση στα αρχεία ή σε ευαίσθητο υλικό, όπως τα χειρόγραφα, χρειάζεται να κάνει συνεννόηση με τον βιβλιοθηκάριο ή τον αρχειονόμο για τον σκοπό της έρευνάς του. Από τη στιγμή που έχει κανείς πρόσβαση, συνήθως επιτρέπεται η φωτογράφιση. Ένα μικρό κομμάτι της συλλογής μας είναι ψηφιοποιημένο και προσπαθούμε να μπούμε σε προγράμματα για να προχωρήσουμε την ψηφιοποίηση. Το αρχαιολογικό τμήμα του αρχείου Σλήμαν, για παράδειγμα, το οποίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι εξ ολοκλήρου ψηφιοποιημένο και μπορεί κανείς να το δει στην ιστοσελίδα της βιβλιοθήκης, το ίδιο και το αρχείο του μουσικού Δημήτρη Μητρόπουλου. Όσον αφορά τα αρχεία, γενικότερα, σε περίπτωση που θέλει κανείς να δημοσιεύσει μέρος τους, ενδέχεται να υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα.
Για εμάς, είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι η βιβλιοθήκη και τα αρχεία δεν είναι αποθήκες. Όταν δέχεσαι μια δωρεά ή αγοράζεις ένα βιβλίο, το παίρνεις για να το προσφέρεις στον κόσμο. Πέρα από την ψηφιοποίηση, που είναι η καλύτερη επιλογή στην εποχή μας, πάνω απ' όλα είμαστε βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη είναι και ο χώρος της, το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα. Έχουμε μόνιμους −ερευνητές από διάφορα πανεπιστήμια υποτρόφους, μελετητές, επισκέπτες περαστικούς−, έχουμε όμως και ανθρώπους που έρχονται στη βιβλιοθήκη αναζητώντας πληροφορίες για κάποιο πολύ συγκεκριμένο θέμα που τους ενδιαφέρει, μια και διαθέτουμε πάρα πολλές τοπικές εκδόσεις, κυρίως του 19ου αιώνα, υλικό που είναι πολύτιμο, γιατί είναι δυσεύρετο και πολύ ενδιαφέρον. Από την αρχή του 21ου αιώνα η βιβλιοθήκη έχει αποφασίσει να γίνει εξωστρεφής, κυρίως μέσω των νέων τεχνολογιών. Εκτός των επιστημόνων που έρχονται, προσπαθούμε να ανοιχτούμε προς τα έξω με διαλέξεις, σεμινάρια, εκθέσεις, να υπάρχει ουσιαστικά μια επαφή τόσο εκπαιδευτική όσο και ψυχαγωγική με ένα ευρύτερο κοινό. Προσπαθούμε με αυτά που κάνουμε να δείξουμε ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι να λειτουργήσει μια βιβλιοθήκη και να προσελκύσουμε διαφορετικούς ανθρώπους. Η έκθεση σύγχρονης τέχνης του ιδρύματος "ΝΕΟΝ" που διοργανώσαμε πριν από δύο χρόνια ήταν ένα σοκ για όλους μας, ένα εγχείρημα που δοκίμασε τις αντοχές της βιβλιοθήκης και του κόσμου και πέτυχε! Σίγουρα, πρέπει να ξέρεις ποια είναι τα όριά σου, υπάρχει όμως και χώρος στον οποίο ο κόσμος θα μπορέσει να μιλήσει, να γελάσει και να περιεργαστεί».