Η εγγονή του Στράτη Μυριβήλη, Χριστίνα Αγγελοπούλου, μας δώρισε μια ομιλία του παπού της για το Γεώργιο Γεννάδιο που δείχνει την αφοσίωσή του στην πατρίδα αλλά και το χαρακτήρα του. Την ευχαριστώ από καρδιάς για το μάθημα ανθρωπιάς και αυταπάρνησης καθώς επίσης και για τη φροντίδα της να συνδέσει ακόμη πιο στενά το όνομα του Μυριβήλη με τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη που έχει το αρχείο του μεγάλου μας πεζογράφου. Μαρία Γεωργοπούλου
"Μια παλιά, επίκαιρη ιστορία" του Στράτη Μυριβήλη
Θα σας διηγηθώ μιαν ιστορία που είναι τόσο παλιά, όσο και επίκαιρη. Ένας από τους λόγιους που μέσα στην ιστορία των Γραμμάτων και την ιστορία του Έθνους φέρουν τον τίτλο «Δάσκαλοι του Γένους», είναι και ο Γεώργιος Γεννάδιος. Γεννήθηκε στη Σιλύβρια της Θράκης από γενιά Ηπειρώτικη στα 1786. Στην ακμή της ηλικίας του μυήθηκε εταίρος της Φιλικής Εταιρείας και έλαβε μέρος στην Επανάσταση του ’21 σαν δάσκαλος και σαν στρατιώτης, αφού πρώτα έδρασε αποτελεσματικά με την εθνική του διδασκαλία στις μεγάλες ελληνικές κοινότητες των Βαλκανίων. Κατέβηκε το 1824 στ’ Ανάπλι, είταν τότε η πρωτεύουσα. Από κει ανέλαβε να οργανώση το ιστορικό «κεντρικό» σχολειό του Άργους. Όπου μόλις άρχισε η δουλειά ξέσπασε μια επιδημία πανούκλας και τον ανάγκασε να σταματήσει τις προσπάθειες του και να κατεβεί στην Αθήνα, καλεσμένος από το στρατηγό Γκούρα για να ιδρύση σχολειό. Κι’ αυτό το νέο σχολειό δεν είχε τύχη. Μόλις είχε οργανωθεί και άρχισε να λειτουργεί, έγινε η εισβολή των Τούρκων από την Εύβοιαν στην Αττική. Έγινε η εκκένωση της Αθήνας, διαλύθηκε και το σχολειό του Γεννάδιου. Όταν συνήλθε στην Τροιζήνα η Εθνική Συνέλευση, ο Γεννάδιος στάλθηκε εκεί αντιπρόσωπος των Ηπειρωτών. Κατόπι, όταν ο Κυβερνήτης Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα, βρήκε τον Γεννάδιο στην Αίγινα και του ανέθεσε να οργανώσει το Ορφανοτροφείο και κατόπιν το λεγόμενο «Κεντρικό Σχολειό», που είταν τότε το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα του τόπου. Εκεί ο Γεννάδιος ίδρυσε την πρώτη Εθνική Βιβλιοθήκη στα 1832 και το Μουσείο και κατόπιν κουβαλήθηκαν στην Αθήνα και αυτά είταν οι πρώτοι πυρήνες της Δημόσιας Βιβλιοθήκης και του Αρχαιολογικού μας Μουσείου. Επίσης το Κεντρικό Σχολειό μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ονομάστηκε Γυμνάσιο. Είταν το πρώτο μεγάλο Σχολειό μετά την Επανάσταση. Τον ίδιο καιρό ο Γεννάδιος άρχισε να διδάσκει στη Ριζάριο Σχολή, που αυτός επροκάλεσε την ίδρυσή της, παρακινώντας τους αδελφούς Ριζάρη να ξοδέψουν για το χτίριο της. Ο Γεννάδιος είταν ακόμα από τους ιδρυτές της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, καθώς και Αρχαιολογικής και της Φυσιολογικής. Πρωτοστάτησε ακόμα και στην προκοπή διαφόρων εθνικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, παρακινώντας και πείθοντας τους πλούσιους ομογενείς να κάνουν εθνικές δωρεές και να σπουδάζουν φτωχά ελληνόπουλα στο εξωτερικό. Ως τα βαθειά γεράματά του ο σοφός και μεγάλος αυτός Έλληνας δεν έπαυσε να υπηρετεί το Ελληνικό Ιδανικό.
Το 1854 που εξερράγη η επανάσταση στην Ήπειρο, ο Γεννάδιος δέχτηκε να γίνη πρόεδρος της επαναστατικής Επιτροπής. Είταν ο κυριώτερος ιδρυτής του Αρσακείου, και πρώτος αυτός φρόντισε για την μόρφωση της γυναίκας στην Ελλάδα. Ο Γεννάδιος συνέγραψε πολλά και ποικίλα συγγράμματα για το πνευματικό ξύπνημα του Ελληνικού λαού. Τρεις γενεές ελληνόπαιδα θράφηκαν με τα βιβλία του. Πέθανε στα 1854 από την χολέρα που ενέσκηψε κείνη τη χρονιά στην Αθήνα και διέλυσε το Πανεπιστήμιο, το Γυμνάσιο, τη Ριζάριο και όλα τα σχολειά της.
Αυτό είναι ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του σπουδαίου αυτού ανθρώπου, και υπάρχει ένας σοβαρός λόγος που θέλησα σήμερα να τον ξαναφέρω στην μνήμη των Ελλήνων. Το κάνω όχι μονάχα για να δείξω στους σημερινούς λόγιους πως μεταχειρίζονταν την σοφία τους και το μυαλό τους οι άνθρωποι του Είκοσι ένα για να υπηρετήσουν τον ελληνικό λαό, μπαίνοντας στον αγώνα, δίπλα του δίχως επιφυλάξεις και μικροπόνηρες οπισθοβουλίες, με την πέννα τους και με το ντουφέκι. Το κάνω για να διηγηθώ ένα επεισόδιο από τον Αγώνα, που σ’ αυτό ο Γεννάδιος έπαιξε τον πρώτο ρόλο. Αυτό είναι εκείνο που έχει την επικαιρότητά του αυτές τις ημέρες, και παρακαλώ να το ξαναθυμηθούν όλοι οι ακροατές και οι ακροάτριες μου μεθαύριο την Τρίτη, όταν οι κυρίες του Εθνικού Εράνου για την φανέλλα του στρατιώτη θα χτυπήσουν την πόρτα τους για να θυμήσουν σε όλους μας ένα καθήκον εθνικό, που η εκπλήρωσή του δεν σηκώνει δισταγμούς και αναβολές.
Η ιστορία που θέλω να διηγηθώ σήμερα είναι τούτη.
Ο Γεώργιος Γεννάδιος βρίσκεται στ’ Ανάπλι το έτος 1826.
Είταν η πιο τρομερή χρονιά του Αγώνα.
Το Μεσολόγγι είχε πέσει. Ο Χρίστος Καψάλης τινάζοντας την μπαρουταποθήκη της Ιερής Πόλεως, σήκωσε τα ματωμένα λείψανά της ως τα μεσούρανα, μέσα σε μια αποθέωση φλογών και καπνού. Είταν μια δόξα μεγάλη, αφού η έκρηξη ακούστηκε σ’ όλη την υδρόγειο. Και είταν μια συμφορά εξ ίσου μεγάλη. Το σύννεφο από τους καπνούς και την σκόνη του ανατιναγμένου φρουρίου σκέπασε την Ελλάδα με θλίψη και πένθος. Ο λαός ένιωθε την θλίψη να σφίγγει την καρδιά του. Τα δεινά πλήθεναν μέρα με τη μέρα, η επανάσταση κινδύνευε. Κινήματα στασιαστικά παρέλυαν τον αγώνα κι η φτώχεια, μια φτώχεια ταπεινωτική έδερνε τα άτομα και την πολιτεία που πολεμούσε απελπισμένα. Μετρήθηκε το περιεχόμενο του Κρατικού Ταμείου και βρέθηκε να ’ναι όλο-όλο 60 γρόσια. Εξήντα γρόσια!
Αλλά η Ιστορία αυτού του λαού μήπως δεν είναι μια ιστορία θαυμάτων; Οι πτώσεις του είναι μεγάλες. Πολύ φυσικό αφού όσες φορές έπεσε, έπεσε από πολύ ψηλά. Και εκεί που ο κόσμος νομίζει πως η πτώση είναι θανάσιμη, πως δεν υπάρχει πια καμμιά ελπίδα για την Ελλάδα, γίνεται το θαύμα, η Ανάσταση, και όλα αρχίζουν από την αρχή. Ο Μύθος του Ανταίου είναι ελληνικός μύθος.
Έτσι έγινε και κείνο το δίσεχτο χρόνο. Ο ελληνικός λαός βρήκε μέσα του τη σπίθα του θαύματος, και το θαύμα εξερράγη.
Είταν η 8η Ιουνίου του 1826, όταν ο Γεννάδιος έβαλε και χτύπησαν οι καμπάνες, έβαλε και τους ντελάληδες να καλέσουν το λαό τ’ Αναπλιού σε γενική σύναξη. Και μαζεύτηκε ο λαός κάτω από κείνο το μεγάλο πλατάνι, που στον ίσκιο του είχε γίνει και η συνέλευση που κάλεσε τον Όθωνα. Δυστυχώς το ιστορικό αυτό δέντρο δεν υπάρχει πια στην παλιά πρωτεύουσα. Τώρα τελευταία που πέρασα από κει, κανένας δεν βρέθηκε να μου δείξη τη θέση του. Συνάχτηκε λοιπόν ο λαός κάτω από το πελώριο δέντρο, και εκεί ο Γεννάδιος ανέβηκε σ’ ένα σκαμνί και μίλησε στον κόσμο. Ο Γεννάδιος δεν είταν μόνον ένας μεγάλος σοφός της εποχής του, είταν και μεγάλος ρήτορας. Μπορούσε και εύρισκε με το λόγο του το δρόμο που βγάζει ίσα στην καρδιά των ανθρώπων, και πάντοτε μεταχειρίστηκε αυτό του το χάρισμα για να υπηρετήσει τον ελληνικό λαό και να τον βοηθήση. Αυτό έκαμε και κείνη τη μέρα. Μίλησε για την διχόνοια που πρέπει να λείψη. Μίλησε και για την ανέχεια του Δημόσιου Ταμείου, που πάει να παραλύσει την επανάσταση. Πως μίλησε; Σα τελείωσε το λόγο του όλα τα μάτια έκλαιγαν και όλες οι καρδιές χτυπούσαν. Ρώτησε τον κόσμο. Θέλετε λοιπόν να βοηθήσουμε την πατρίδα ή όχι; Μια βουή απάντησε.
- Όλα για την πατρίδα!
Τότε ο Γεννάδιος τους είπε και έβγαλαν μια «Επιτροπή αυτοπροαιρέτου συνεισφοράς δια την σωτηρίαν της πατρίδος». Η Επιτροπή στάθηκε πλάι στον Γεννάδιον.
-Πηγαίνετε τώρα να φέρετε ό,τι καλό έχετε και ό,τι καλό μπορείτε να δώσετε.
Και ο λαός, συνεπαρμένος από το ελληνικό θαύμα που ξύπνησε μέσα του ο λόγος του Γεννάδιου, απάντησε με τον έξαλλο ενθουσιασμό του. Όλοι, πλούσιοι, φτωχοί, άδειαζαν τις τσέπες τους μπροστά στην Επιτροπή. Τα φλουριά τους οι κοπέλλες, τα δαχτυλίδια τους τ’ αντρόγυνα, τα σκουλαρίκια, τα βραχιόλια τους οι αρχοντοπούλες, φούχτες τα χρυσαφικά τους οι πλούσιοι, και οι φτωχοί ό,τι είχαν και δεν είχαν.
Τα χρονικά της εποχής κράτησαν μερικά ονόματα και μερικά επεισόδια χαρακτηριστικά, που θυμίζουν τον αξέχαστον εκείνο πανελλήνιο συναγερμό για την συνεισφορά του ελληνικού λαού προς τον ελληνικό στρατό που του ζήτησε τον χειμώνα του ’40 ο Μεταξάς.
Έτσι ξέρουμε πως η Καλλιόπη, η νεαρή πεντάμορφη κόρη του πατρινού Κοτζάμπαση Καλαμογδάρτη πρόσφερε όλα τα χρυσαφικά της και όλα τα κοσμήματα που της έκανε ο αρραβωνιαστικός της Σπύρος Παπαλεξόπουλος. Ο Γιατρός Καββάς πήγε πανηγυρικά στην προσφορά του. Έβαλε μπροστά τα τούμπανα και τα κλαρίνα να παίζουν και κατόπιν ερχόταν ατός του, κρατώντας στα χέρια ένα πελώριον ασημένιο δίσκο, μέσα στον οποίον είταν σωριασμένα τα χρυσάφια και τα διαμαντικά που είχε πάρει στο μερίδιο του σαν διαγούμησαν το χαρέμι του Χουρσίτ Πασά στην Τριπολιτσά.
Ένας στρατιώτης του πυροβολικού παρουσιάστηκε ντροπαλός και πρόσφερε όλο του το έχει. – Μισό τάλληρο και μια ομολογία του εθνικού δανείου. Ένας άλλος στρατιώτης κατέθεσε ένα τάλληρο και ένα χαϊμαλί με τον Άη-Γιώργη. Ήρθε και μια γρηά με ένα αφτί. Ένας αράπης από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ της είχε κόψει το άλλο αφτί, για να της πάρει το σκουλαρίκι. Γλύτωσε το ένα της αφτί με το ένα της σκουλαρίκι. Αυτό το σκουλαρίκι πήγε και το ξεκούμπωσε και το έρριξε ανάμεσα στις άλλες αρχοντικές προσφορές. Δεν είχε άλλο τίποτα να δώσει.
Ήρθαν και όλα τα παιδιά και πρόσφεραν τους κουμπαράδες τους. Ήρθε και ένας μικρός νεροκουβαλητής, ξεζώθηκε το ζουνάρι του, το ξύλωσε σε μια μεριά με το σουγιά, και από κει έβγαλε τα δυό τάλληρα που είταν όλες οι οικονομίες τους από τη σκληρή δουλειά.
Ανάμεσα στους άλλους παρουσιάστηκε και μια πρόσφυγα από το Αϊβαλί. Πανώρια είταν το όνομά της, Κώστας είταν ο άντρας της και γι’ αυτό την φώναζαν Κώσταινα. Επειδή δε η φτώχεια της γυναίκας αυτής είταν παροιμιώδης μέσα στ’ Ανάπλι, τη λέγαν «η Ψειροκώσταινα». Απ’ αυτή την Αϊβαλιώτισσα απόμεινε κατόπιν και το σατυρικό παρατσούκλι που μεταχειριζόμαστε για τον τόπο μας, σαν θέλαμε να πικρογελάσουμε με την ατυχία της Ελλάδας. Άκουσε λοιπόν η Ψειροκώσταινα τον ντελάλη Παράσχο, που από το πρωί γύριζε στα σοκάκια και καλούσε το λαό. Πήγε εκεί, ενθουσιάστηκε με το λόγο του Γεννάδιου. Έσπρωξε το πλήθος και παρουσιάστηκε μπροστά στην Επιτροπή. Η Ψειροκώσταινα! Ακούστηκε μια εύθυμη βουή από τον κόσμο. Και όλοι παραμέριζαν συγκινημένοι.
Η Ψειροκώσταινα πλησίασε στο τραπέζι πάνω στο οποίον είταν σωριασμένα τα χρυσαφικά, έβγαλε από το δάχτυλό της ένα ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε, κατόπι έψαξε στον κόρφο της και ανακάλυψε ένα γρόσι, που το ’χε φυλαγμένο εκεί σαν το μοναδικό θησαυρό της.
Με δάκρυα και ζητωκραυγές, λέει το χρονικό της εποχής, δέχτηκε ο λαός τούτο το κίνημα της πάμφτωχης Αϊβαλιώτισσας. Είταν ο οβολός της χήρας, που είπε ο Χριστός.
Και ο Γεώργιος Γεννάδιος; Ο υπέροχος αυτός λόγιος που είχε ανάψει με τα φλογερά λόγια του κείνη την λαμπρή πυρκαϊά στις ψυχές των Ελλήνων; Θα ’πρεπε να προσφέρη κι αυτός στον έρανο. Και πρόσφερε. Πρώτα την φτωχή δασκάλικη παραδοσακούλα του. Την έβγαλε και την έρριξε στο τραπέζι. Κατόπι έκανε κάτι άλλο. Τόσο απρόοπτο. Τόσο ωραίο. Τόσο απίθανο. Πούλησε τον εαυτό του. Έβγαλε τον εαυτό του σε πλειοδοσία, να τον έχει επί τέσσερα χρόνια δάσκαλο στα παιδιά του όποιος ήθελε να δόσει τους αντίστοιχους μισθούς του στο ταμείο της Επανάστασης.
Έτσι χύθηκε νέο λάδι πάνω στο βωμό της ελληνικής λευτεριάς, που πήγαινε να σβύση κείνη τη φοβερή χρονιά. Και έτσι χάρις σ΄ένα φτωχό λόγιο ξαναφούντωσε κείνη η χρυσή φωτιά και ένας δυνατός αέρας ενθουσιασμού την αναρρίπησε και την ξάπλωσε πάλι προς όλες τις καρδιές που πήγαιναν να κρυώσουν από την φτώχεια και την κούραση. Με τα λεφτά κείνου του εράνου, πληρώθηκαν οι μισθοί των στρατιωτών, συντάχτηκαν και εφοδιάστηκαν νέα σώματα πολεμιστών.
Τέτοιος είναι ο έρανος που θα χτυπήσει την πόρτα μας μεθαύριο Τρίτη, για να μας θυμίσει πως πάνω στα βουνά και μέσα στους κάμπους οι στρατιώτες μας, τα παιδιά μας και τ’ αδέλφια μας, αγωνίζονται, χρόνια τώρα, για να μην πέσουν στη σκλαβιά του πιο άγριου, του πιο βάρβαρου, του πιο αλύπητου καταχτητή που επί χίλια χρόνια μάχεται τη λευτεριά και την ύπαρξη του λαού μας.
Σήμερα δεν έχουμε ρήτορες σαν τον Γεννάδιο. Αυτούς που έχουμε μεταχειρίζονται τα χαρίσματα του λόγους τους για να ενθουσιάσουν τους κομματικούς των υπηκόους για την κάλπη, αντί να διατρέχουν σήμερα την Ελλάδα ανάβοντας φωτιές, ξυπνώντας από το λήθαργο τους ανθρώπους με την κοιμισμένη συνείδηση, και μαστιγώνοντας με το λόγο τους ανθρώπους με τη χοντροπετσιασμένη συνείδηση. Δεν έχουμε έναν Γεννάδιο ανάμεσα στο λαό που αγωνίζεται τον πιο μεγάλο αγώνα του.
Έχουμε όμως το παράδειγμα του Γεννάδιου. Γι’ αυτό νόμισα πως έπρεπε σήμερα όλοι να τον αναθυμηθούμε, και να ’χουμε στο νου μας τα περιστατικά που έγιναν κάτω από τον πλάτανο τ ’Αναπλιού κείνη τη θαυμαστή Ελληνική ημέρα.
Σήμερα οι μέρες είναι κρίσιμες όπως τότε. Αν δεν σταθούμε τώρα, χαθήκαμε. Όμως δεν ζούμε μέσα στην αναρχία που ακολούθησε την έξοδο του Μεσολογγίου. Πίσω μας έχουμε μια νίκη πελώρια που μας στηρίζει και μας εμπνέει. Σήμερα είμαστε Κράτος, έχουμε νόμους, δικαστήρια και οργανωμένον θαυμάσιο στρατό. Σήμερα, όπου ο Έρανος της Τρίτης δεν αγγίξει τις καρδιές, έχει χρέος ο νόμος να αγγίξει τις σφυχτές παραδοσακκούλες. Διότι ο λόγος αποτείνεται μόνον στους ανθρώπους που δεν ξέχασαν το χρέος τους προς τον τόπο που αγωνίζεται να τους κρατεί ήσυχους και ασφαλείς μέσα στον πλούτο τους, και προς τα παιδιά του λαού, που χύνουν το αίμα τους και προσφέρουν τα μέλη τους για να μην περάσουμε όλοι από τα Διϋλιστήρια της Ούλεν.