Ο καθηγητής Christopher Clark διδάσκει σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία στο κολλέγιο St. Catharine’s του πανεπιστημίου του Cambridge. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην ιστορία της Γερμανίας και της ηπειρωτικής Ευρώπης κατά το δέκατο ένατο αιώνα. Ξεκίνησε την επιστημονική του σταδιοδρομία με τη μελέτη της πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας της θρησκείας. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και μελέτες με ανάλογα αντικείμενα -κάποια από αυτά εξετάζουν το πρόβλημα που προκύπτει όταν η κρατική αρχή λαμβάνει την πρωτοβουλία σε θρησκευτικά ζητήματα, ενώ άλλα αναζητούν τους τρόπους με τους οποίους ζητήματα θρησκευτικής πίστης έχουν εμπλακεί σε διαδικασίες πολιτικής και πολιτιστικής αλλαγής. Έχει, επίσης, μελετήσει τις πολιτικές αλλαγές σε όλη την Ευρώπη στον απόηχο των επαναστάσεων του 1848. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα από τα βιβλία/άρθρα του: The Politics of Conversion. Missionary Protestantism and the Jews in Prussia 1728-1941 (Oxford, 1995), Kaiser Wilhelm II (Harlow, 2000), Culture Wars. Catholic-Secular Conflict in Nineteenth-Century Europe (Cambridge, 2004) (co-edited with Professor Wolfram Kaiser), 'The Napoleonic Moment in Prussian Church Policy' in D. Laven and L. Riall (eds.), The Napoleonic Legacy (Oxford, 2000), (pp. 217-236), 'The 'Christian State' and the 'Jewish Citizen' in nineteenth-Century Prussia', in H. Walser-Smith (ed), Confessional Conflict in Nineteenth-Century Germany (Oxford, 2001), (pp. 32-54), 'The Limits of the Confessional State: Conversions to Judaism in Prussia 1817-1843', Past & Present 147 (May 1995), (pp. 159-79), 'The Wars of Liberation in Prussian Memory: Reflections on the Memorialization of War in Early Nineteenth-Century Germany', Journal of Modern History (September 1996), (pp. 550-76), 'Die europäischen Kulturkämpfe und der neue Katholizismus', Comparativ 12 (2002), Paul Celan and Nelly Sachs, Correspondence (New York, 1995), (109 pp.).
Οι Υπνοβάτες. Πως η Ευρώπη ενεπλάκη σε πόλεμο το 1914
Ειρήνη βασίλευε στη Γηραιά Ήπειρο το πρωί της Κυριακής 28 Ιουνίου 1914, όταν ο Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος των Αψβούργων και η σύζυγός του κόμισσα Σοφία φον Τσότεκ έφτασαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Σαράγεβο. Τριάντα επτά ημέρες αργότερα ολόκληρη η Ευρώπη είχε εμπλακεί σε πόλεμο. Στην πολυπλοκότητα και την ταχύτητα της κλιμάκωσής της, η «κρίση του Ιουλίου» του 1914 δεν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία. Το πρωί της 28ης Ιουνίου, ο διάδοχος του θρόνου της Αυστρο-Ουγγαρίας και η σύζυγός του σφαγιάστηκαν στο Σαράγεβο από Σερβο-Βόσνιους φοιτητές που ενεργούσαν για λογαριασμό ενός μυστηριώδους υπερ-εθνικιστικού δικτύου με έδρα στο Βελιγράδι. Η κυβέρνηση της Αυστρίας στη Βιέννη απέστειλε τελεσίγραφο στη γειτονική Σερβία, καθιστώντας την υπεύθυνη για τη δολοφονία. Στις 5 Ιουλίου, το Βερολίνο υποσχέθηκε να στηρίξει την Αυστρία. Με την ενθάρρυνση του Παρισιού, η Ρωσία επέλεξε να υπερασπιστεί τους Σέρβους, που ήταν υπό την επιρροή της, κινούμενη εναντίον της Αυστρίας και της Γερμανίας. Μένοντας ανικανοποίητη από τη σερβική απάντηση στο τελεσίγραφό της, η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία και τη Γερμανία. Η Γερμανία, με τη σειρά της, στράφηκε εναντίον της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η Γαλλία απέστειλε έκκληση βοήθειας στο Λονδίνο. Στις 4 Αυγούστου 1914, ως συνέχεια της παραβίασης της ουδετερότητας του Βελγίου από τους Γερμανούς, η Βρετανία ενεπλάκη στον πόλεμο.
Ποτέ δεν ήταν εύκολο να εξηγηθεί τι προκάλεσε αυτόν τον πόλεμο. Η συζήτηση για τις απαρχές του είναι παλιά. για την ακρίβεια είναι παλαιότερη και από αυτόν τον ίδιο τον πόλεμο. Προτού καν πέσουν οι πρώτοι πυροβολισμοί, οι πολιτικοί της Ευρώπης κατασκεύασαν αφηγήσεις παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως αθώους και τους αντιπάλους τους ως θηρευτές και υπονομευτές της ειρήνης. Έκτοτε, το θέμα της έναρξης του πολέμου έχει δημιουργήσει μια τεράστια ιστορική λογοτεχνία υψηλής ποιότητας και μεγάλης ηθικής έντασης. Σε έρευνά του το 1991, ο αμερικανός ιστορι-κός John W. Langdon καταμέτρησε 25.000 σχετικά βιβλία και άρθρα, μόνο στην αγγλική γλώσσα. Ορισμένες μελέτες επικεντρώθηκαν στην υπαιτιότητα του ενός «κακού» κράτους (η Γερμανία υπήρξε ο πιο δημοφιλής υπαίτιος), αλλά καμιά από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν μπόρεσε να ξεφύγει την κατηγορία ότι έφερε την κύρια ευθύνη για τα γεγονότα. Άλλες αναφορές μοίρασαν την ευθύνη ανάμεσα σε διάφορους, ενώ κάποιες άλλες αναζήτησαν σφάλματα στο ‘σύστημα’.
Το γεγονός ότι η συζήτηση για την απαρχή του πολέμου συνεχίζεται με ένταση έως και σήμερα, οφείλεται σε τρεις λόγους. Ο πόλεμος αυτός απελευθέρωσε τους δαίμο-νες της πολιτικής αταξίας, του εξτρεμισμού και της αγριότητας που παραμόρφωσαν τον εικοστό αιώνα. Κατέστρεψε τέσσερις πολυεθνικές αυτοκρατορίες (τη ρωσική, τη γερμανική, την αυστρο-ουγγρική και την οθωμανική), με συνέπειες που εξακολου-θούν να είναι αισθητές ακόμα και σήμερα. Στη διάρκειά του έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια νέοι άνδρες και τραυματίστηκαν τουλάχιστον άλλα είκοσι εκατομμύρια. Αποδιοργάνωσε το διεθνές σύστημα με καταστροφικούς τρόπους. Χωρίς τη σύγκρουση αυτή, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την Οκτωβριανή Επα-νάσταση του 1917 και την επακόλουθη άνοδο του σταλινισμού, την άνοδο του ιταλικού φασισμού, την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί ή το Ολοκαύτωμα. Η νίκη των δυτικών δυνάμεων της Αντάντ οδήγησε τη Μέση Ανατολή στη φάση της ύστατης επέκτασης του αγγλο-γαλλικού ιμπεριαλισμού, τις ολέθριες συνέπειες της οποίας βιώνουμε ακόμα σήμερα. Προώθησε την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ, πολύ πριν η Ουάσινγκτον να είναι σε θέση να χειριστεί την κατάσταση αυτή. Βάθυνε την ένταση μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας. Ο πόλεμος ήταν αυτό ακριβώς που δήλωσε ο ιστορικός Fritz Stern: ‘η πρώτη συμφορά στον εικοστό αιώνα, η συμφορά από την οποία ξεπήδησαν όλες οι άλλες’. Μόλις και μετά βίας μπορεί να φανταστεί κανείς κάποια χειρότερη συνθήκη για την αρχή της σύγχρονης εποχής, της οποίας είμαστε κληρονόμοι.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ο εξαιρετικά πολύπλοκος χαρακτήρας της κρίσης που προκάλεσε τον πόλεμο στην Ευρώπη το 1914. Για να καταλάβουμε πώς προέκυψε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος πρέπει να κατανοήσουμε τις πολύπλευρες αλληλεπιδράσεις μεταξύ πέντε αυτόνομων και ισάξιων παικτών -της Γερμανίας, της Αυστρο-Ουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Βρετανίας- έξι εάν προσθέσουμε και την Ιταλία, συν διάφορων άλλων αυτόνομων κυρίαρχων δυνάμεων στρατηγικής σημασίας, όπως η οθωμανική αυτοκρατορία και τα κράτη της βαλκανικής χερσονήσου, μιας περιοχής που βίωνε μεγάλη ένταση και αστάθεια στην πολιτική της ζωή πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας σε κάθε κράτος κάθε άλλο παρά ενωμένοι ήταν μεταξύ τους. Υπήρχε αβεβαιότητα (όπως υπάρχει έκτοτε και μεταξύ των ιστορικών) ποιος είχε την εξουσία να χαράξει πολιτική σε κάθε κυβέρνηση. Το χάος που προκάλεσαν οι αντικρουόμενες φωνές είναι σημαντικό για να κατανοήσουμε τις αναταραχές που προκαλούνταν κατά περιόδους στο ευρωπαϊκό σύστημα τα τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο. Αυτή η περιπλοκότητα της δομής εξηγεί γιατί εξακολουθούμε να διαφωνούμε σχετικά με τα αίτια του πολέμου: τα πράγματα ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά πολύπλοκα, ώστε να τρέ-φουν ακόμη τη συζήτηση.
Τέλος, αν και η συζήτηση είναι παλιά, τα θέματα που εγείρει είναι ακόμα επίκαιρα. Κάποιος θα μπορούσε μάλιστα να πει ότι η πολιτική κρίση του Ιουλίου του 1914 είναι λιγότερο μακρινή από εμάς -λιγότερο δυσανάγνωστη- τώρα από ό,τι ήταν τριάντα ή και σαράντα χρόνια πριν. Όταν για πρώτη φορά ήρθα αντιμέτωπος με το θέμα αυτό ως μαθητής στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας, η περίοδος του 1914 καλυπτόταν από ένα πέπλο γοητείας στη λαϊκή συνείδηση. Ήταν εύκολο να φανταστεί κανείς την καταστροφή του ‘τελευταίου καλοκαιριού’ της Ευρώπης ως θεατρικό δράμα της εποχής του Εδουάρδου. Τα στείρα τελετουργικά και οι φανταχτερές ενδυμασίες, ο ‘καλλωπισμός’ ενός κόσμου που ήταν ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, οργανωμένος γύρω από την κληρονομική μοναρχία αποστασιοποιούσαν τα γεγονότα από την άμεση ανάκληση τους στη μνήμη. Οι πρωταγωνιστές της εποχής εκείνης έμοιαζαν να είναι άνθρωποι από κάποιον άλλο, εξαφανισμένο κόσμο. Ενδόμυχα υπέθετε κανείς ότι εάν τα καπέλα τους είχαν πάνω τους φανταχτερά πράσινα φτερά στρουθοκαμήλου τότε, πιθανότατα, τα ίδια είχαν, επίσης, οι σκέψεις και τα όνειρά τους.
Εντούτοις αυτό που πρέπει να τραβήξει την προσοχή του σύγχρονου αναγνώστη που παρακολουθεί την πορεία της κρίσης που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1914 είναι το πόσο αμείλικτα σύγχρονη φαντάζει. Όλα ξεκίνησαν με μία αυτοκινητοπομπή και μία ομάδα αυτοκτονίας -οι νεαροί που συγκεντρώθηκαν στο Σαράγεβο με βόμβες στις 28 Ιουνίου του 1914 είχαν λάβει διαταγή να αυτοκτονήσουν αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αποστολής τους και για το σκοπό αυτό είχαν προμηθευτεί με φιαλίδια κυα-νιούχου καλίου. Πίσω από τις αισχρότητες στο Σαράγεβο κρυβόταν αναμφίβολα μια μυστική τρομοκρατική οργάνωση που πρέσβευε τη θυσία, το θάνατο και την εκδίκηση, χωρίς συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα και χωρισμένη σε μικρές ομάδες που κι-νούνταν μεταξύ διαφόρων πολιτικών σχημάτων. Οι όποιες διασυνδέσεις της με νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις ήταν ασαφείς.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το παλιό σύστημα παγκόσμιας διπολικής στα-θερότητας αντικαταστάθηκε από μια πιο πολύπλοκη και απρόβλεπτη συστοιχία δυ-νάμεων, που περιλαμβάνει αυτοκρατορίες σε πτώση και ανερχόμενες δυνάμεις –μια κατάσταση που μας προκαλεί να τη συγκρίνουμε με την Ευρώπη του 1914. Είναι ίσως λιγότερο προφανές τώρα ότι θα έπρεπε να απορρίψουμε τις δύο δολοφονίες στο Σαράγεβο ως ένα απλό ατυχές γεγονός χωρίς καμιά πραγματική αιτιολογική βαρύτητα. Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους το Σεπτέμβριο του 2001 αποσαφήνισε τον τρόπο με τον οποίο ένα μεμονωμένο, συμβολικό γεγονός -ανεξάρτητα από το πόσο βαθιά ενταγμένο μπορεί να είναι σε μεγαλύτερες ιστορικές ζυμώσεις -έχει την ικανότητα να αλλάξει αμετάκλητα τον τρόπο που εξασκείται η πολιτική, καθιστώντας παλιές επιλογές ξεπερασμένες και εισάγοντας -με απίστευτα επείγουσες διαδικασίες- νέες πρακτικές.
Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90 μας υπενθύμισε τις πιθανές θανα-τηφόρες συνέπειες του εθνικισμού στα Βαλκάνια. Αυτές οι αλλαγές προοπτικής μάς ωθούν να ξανασκεφτούμε το πώς ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ευρώπη το 1914. Η αποδοχή αυτής της πρόκλησης δε σημαίνει αυτομάτως ότι ενστερνιζόμαστε μια χαμηλού επιπέδου παροντοκρατία που επαναπροσδιορίζει το παρελθόν ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες του παρόντος. Αντίθετα, σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε αυτά τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος, για τα οποία η δική μας διαφορετική σκοπιά μας προσφέρει μια σαφέστερη εικόνα.
Ο αντίκτυπος των αλλαγών αυτών είναι εμφανής σε πρόσφατες μελέτες σχετικά με τα αίτια του πολέμου. Ο τρόπος αντίληψης του θέματος έχει μια χροιά παγκοσμιοποίη-σης. Η πόλωση της προπολεμικής Ευρώπης που χωρίστηκε σε αντίθετα συμμαχικά στρατόπεδα μοιάζει σήμερα λιγότερο με ιστορία που αφορά αποκλειστικά την ευρωπαϊκή ήπειρο και περισσότερο με τη συνέπεια πάνω στην Ευρώπη ιστορικών ανακατατάξεων παγκοσμίως, την οποία προκάλεσαν συγκρούσεις κατά μήκος της περιφέρειας των αυτοκρατοριών στην Κίνα, την Αφρική, την κεντρική και νότια Ασία. Το «Κινεζικό Ζήτημα» της δεκαετίας του 1890, το οποίο προκάλεσε εν μέρει η αντίσταση των γηγενών Κινέζων στον ιμπεριαλισμό των δυτικών δυνάμεων, αύξησε την ένταση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Η τρωτότητα της Ινδίας έναντι της αυξανόμενης στρατιωτικής δύναμης της ρωσικής αυτοκρατορίας στην κεντρική Ασία ενθάρρυνε τους φορείς χάραξης της πολιτικής στη Μεγάλη Βρετανία αρχικά να αντιταχθούν και στη συνέχεια να κατευνάσουν την Αγία Πετρούπολη, με κόστος την αναζήτηση καλύτερων σχέσεων με το Βερολίνο.
Ίσως το πιο περίεργο ζήτημα αναφορικά με την κρίση που προκάλεσε τον πόλεμο το 1914 είναι η γεωγραφία του χώρου από όπου ξεκίνησε. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο Τρίτος Βαλκανικός Πόλεμος, προτού γίνει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Πως είναι δυνατό κάτι τέτοιο; Οι συγκρούσεις και οι κρίσεις στη νοτιο-ανατολική περιφέρεια, όπου η οθωμανική αυτοκρατορία συνόρευε με τη χριστιανική Ευρώπη, δεν ήταν κάτι νέο. Το ευρωπαϊκό σύστημα είχε ανέκαθεν συνυπάρξει με τις καταστάσεις αυτές, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη στο σύνολο της ηπείρου. Αλλά τα τελευταία χρόνια πριν το 1914 έφεραν θεμελιώδεις αλλαγές. Το φθινόπωρο του 1911, η Ιταλία ξεκίνησε πόλεμο για την κατάκτηση της Τριπολίτιδας (σημερινή Λιβύη), μιας επαρχίας της Αφρικής που ανήκε στην οθωμανική αυτοκρατορία, κάτι που πυροδότησε αλυσιδωτές ευκαιριακές επιθέσεις σε περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά μήκος των Βαλκανίων. Το σύστημα των γεωπολιτικών ισορροπιών που μέχρι τότε επέτρεπε περιορισμένες τοπικές συγκρούσεις είχε διαλυθεί. Στον απόηχο των δύο Βαλκανικών Πολέμων του 1912 και του 1913, η Αυστρο-Ουγγαρία ήρθε αντιμέτωπη με ένα νέο απειλητικό αστερισμό στη νοτιο-ανατολική περιφέρειά της, ενόσω η υποχώρηση της οθωμανικής κυριαρχίας έθετε στρατηγικά ζητήματα που οι Ρώσοι διπλωμάτες και πολιτικοί ήταν αδύνατο να αγνοήσουν. Ένας τοπικός ανταγω-νισμός για ναυτικούς εξοπλισμούς ανάμεσα στην οθωμανική αυτοκρατορία και την Ελλάδα προκάλεσε όξυνση της ανησυχίας στην Αγία Πετρούπολη. Οι δύο ηπειρωτικοί συμμαχικοί συνασπισμοί παρασύρθηκαν βαθύτερα μέσα στο κλίμα αντιπάθειας μιας περιοχής, η οποία εισερχόταν σε περίοδο πρωτοφανούς αστάθειας. Στην πορεία, οι συγκρούσεις στο θέατρο της βαλκανικής χερσονήσου κατέληξαν να είναι στενά συνυφασμένες με τη γεωπολιτική του ευρωπαϊκού συστήματος, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο αλληλένδετων μηχανισμών που θα επέτρεπε σε μία σύγκρουση που ξεκίνησε στα Βαλκάνια να ‘καταβροχθίσει’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο μέσα σε διάστημα πέντε εβδομάδων το καλοκαίρι του 1914.
Σε αυτήν ακριβώς την εμπλοκή μιας τοπικής διένεξης με τις σχέσεις ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις το 1914 αντιλαμβανόμαστε τις πιο σκοτεινές προειδοποιήσεις για το παρόν. Όταν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα επιδιώκουν να ελέγχουν αμφισβητούμενες περιοχές επιλέγοντας από κοινού τοπικούς πελάτες, πολύ εύκολα ξεχνιέται το ότι ακόμα και οι πιο ενθουσιώδεις πληρεξούσιοι σπάνια είναι απόλυτα υπάκουοι στη θέληση των αυτόκλητων χορηγών τους. Η τοπική αστάθεια συγκλόνισε τα Βαλκάνια το 1914, όπως συγκλονίζει σήμερα την Ουκρανία. Σημαίνει άραγε αυτό ότι σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να «υπνοβατούμε» μπροστά σε άλλη μία μεγάλη εκρηκτική κατάσταση; Δεν το νομίζω. Στην παρούσα κρίση δεν υπάρχει (τουλάχιστον προς το παρόν) κάποια αντίστοιχη δέσμευση να εμπλακεί κανείς στρατιωτικά στα Βαλκάνια, όπως όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1914. Αλλά το φάντασμα της κρίσης του 1914 εξακολουθεί να αποτελεί την απόλυτη υπενθύμιση του πόσο τρομερό μπορεί να αποβεί το κόστος όταν η πολιτική αποτυγχάνει, οι συνομιλίες σταματούν και ο συμβιβασμός καθίσταται αδύνατος.
Μετάφραση: Μαρία Σμάλη