Στο χειρόγραφο MSS 109 της Γενναδείου Βιβλιοθήκης φυλάσσεται μέρος της αλληλογραφίας του φιλέλληνα στρατιωτικού Ρίτσαρντ Τσωρτς, τον οποίο η Γ΄ Εθνοσυνέλευση με ψήφισμά της στις 3 Απριλίου 1827 ανακήρυξε αρχηγό του στρατού ξηράς. Τα έγγραφα του χειρογράφου φωτίζουν πολλές λεπτομέρειες των δραματικών γεγονότων της περιόδου.

Το 1827 είναι μια πολύ κρίσιμη χρονιά για την ελληνική επανάσταση. Στην Πελοπόννησο τα πράγματα είναι στάσιμα από το τέλος του 1825, με τον Ιμπραήμ να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της. Στη Στερεά Ελλάδα τον Απρίλιο του 1826, ο Κιουταχής έχει κυριεύσει το Μεσολόγγι, παρά την ηρωικότητα των υπερασπιστών του. Ο ίδιος στρέφεται και πολιορκεί και την Αθήνα, η οποία βρίσκεται ακόμη σε ελληνικά χέρια.

Ο Τσώρτς ξεκινά αμέσως την προσπάθεια ανασύνταξης του στρατού και απόκρουσης του Κιουταχή στην Αθήνα, η οποία εκλαμβάνεται ως συμβολικό σημείο αναφοράς του αγώνα. Στην Αθήνα βρίσκεται ήδη ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που έχει στήσει το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι με σκοπό τη λύση της πολιορκίας της Αθήνας. Στην αναφορά του Καραϊσκάκη στις 8 Απριλίου 1827 (έγγραφο 59) γίνεται καταμέτρηση των δυνάμεων του ελληνικού στρατοπέδου στο Κερατσίνι. Σε αντίθεση με τον Τσωρτς, ο οποίος προτιμούσε την τακτική επίθεση, το σχέδιο του Καραϊσκάκη ήταν ο αποκλεισμός του ανεφοδιασμού του Κιουταχή. Για να εντείνει τον αποκλεισμό ο Καραϊσκάκης προτείνει την κατάληψη του μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά, μια επιχείρηση που στέφθηκε με επιτυχία. Η τουρκική φρουρά, που υπερασπιζόταν το σημείο, παραδίδεται αφού συμφωνείται η ασφαλής διαφυγή των στρατιωτών. Ωστόσο, μια ατυχής αφορμή οδηγεί στο σφαγιασμό του μεγαλύτερου μέρους της φρουράς. Η παραβίαση της συνθήκης από τους Έλληνες προκάλεσε θλίψη στον Καραϊσκάκη και οργή και αποτροπιασμό στους φιλέλληνες στρατιωτικούς. Ο Σπυρίδων Τρικούπης στην Ιστορία του (τ. Δ΄, σελ. 140-142) περιγράφει το περιστατικό με μελανά χρώματα ως ημέρα “ἀγανακτήσεως και βαρυθυμίας”, η οποία παραλίγο θα έφερε τη διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου.

Το έγγραφο 5 περιέχει λεπτομερή αναφορά του Καραϊσκάκη για το περιστατικό (φ. 6): “ἐν τῶ ἅμα ἕνας στρατιώτης τοῦ Στρατηγοῦ Ἰωάννου Νοταρᾶ μεταξὺ εἰς τὸ πλῆθος ὁποὺ τοὺς ἐσυντόφρευον, ἐτραβοῦσε τὸ δουφέκι ἑνὸς Τούρκου ἀπὸ τὰ ὄπισθεν διὰ νὰ τὸ πάρῃ βιαίως. Ὁ Τοῦρκος χωρὶς νὰ χάση καιρὸν ἔκαμε φωτιὰν μὲ τὸ ἴδιον δουφέκι κατ’ ἐκείνου τοῦ στρατιώτου, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπέτυχε. Μία τοιαύτη ἀρχὴ τοῦ κακοῦ ἐρέθισε καὶ ἄλλους στρατιώτας ἐκ τοῦ σώματος τοῦ στρατηγοῦ Νοταρᾶ, καὶ Μικέλη Χειμαριώτου καὶ οὕτως ἄρχησαν ἑπομένως νὰ φονεύουν καὶ τοὺς λοιποὺς Τούρκους. Μίαν τοιαύτην ἀνέλπιστον καὶ παράνομον πρᾶξιν, μ’ ὅλον ὅτι ἐβάλαμεν τὴν ζωὴν μας εἰς κίνδυνον διὰ νὰ τὴν ἐμποδίσωμεν, ἐστάθη ἀδύνατον... ἕως 120 ἐφονεύθησαν. Διὸ φροντίζομεν μετὰ προθυμίας νὰ εὕρωμεν τοὺς πρωταιτίους μιᾶς τοιαύτης πράξεως, καὶ νὰ τοὺς καθυποβάλωμεν εἰς πολεμικὸν κριτήριον διὰ νὰ λάβουν τὴν ἀνήκουσαν παιδείαν, ἐπει//δὴ κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν ὑποφέρομεν μίαν τοιαύτην ἀτιμίαν. Συγχρόνως δὲ ἤμεθα ἕτοιμοι νὰ ἐξακολουθήσωμεν μετὰ ἴδιαν προθυμίαν τὰ χρέη μας, κατὰ τὴν διαταγὴν τῆς ἐξοχότητός σας, τὴς ὁποίας καὶ ἐσμέν”.

                            

Την επομένη (18 Απριλίου) οι Έλληνες οπλαρχηγοί (Καραϊσκάκης, Γενναίος Κολοκοτρώνης, Κώστας Μπότζαρης, Κήτζος Τζαβέλας κ.ά.) απολογούνται προς τον αρχιστράτηγο Τσωρτς για το φρικτό περιστατικό προσπαθώντας να τον πείσουν ότι είναι έθνος ισότιμο μεταξύ των εθνών της Ευρώπης και στα πεδία των μαχών, όπου ως έντιμοι στρατιώτες, σέβονται τις συνθήκες και τους εχθρούς (έγγρ. 6, φ. 7). Δηλώνουν ότι αντιλαμβάνονται το μέγεθος της αποτρόπαιης πράξης και ότι έχουν ήδη πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μην αμαυρωθεί το έθνος και ο χαρακτήρας του, αφού ακόμη και ζωές Ελλήνων στρατιωτών χάθηκαν στην προσπάθειά τους να προφυλάξουν τους Τούρκους στρατιώτες. Υπόσχονται, τέλος, ότι θα φέρουν μπροστά στη δικαιοσύνη τους αυτουργούς της ατιμίας: “οἱ πράξαντες τὴν τοιαύτην ἀνοσιουργίαν δὲν εἶναι ὡς συμπεραίνομεν, εἰ μὴ στρατιῶται νεοφερμένοι καὶ οἱ ὁποῖοι εἶδον πολλάκις πατέρας των, ἀδελφούς των, γυναῖκας καὶ τέκνα των σφαγέντα ἀφ’ οὗ ἐν συνθήκαις παρεδόθησαν καὶ ἀφοπλίσθησαν. Ταῦτα ἐξοχώτατε, δὲν σὰς προβάλομεν εἰς δικαίοσιν τῆς ἀθεμίτου ταύτης πράξεως, ἀλλ’ εἰς πληροφορίαν ὅτι διδάσκαλοι τῶν τοιούτων ἀνοσιουργημάτων εἶναι αὐτοὶ οἱ Τοῦρκοι. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἐν στρατοπέδῳ πάντες σεβόμενοι τὴν ἱερότητα τῶν συνθηκῶν καὶ μὴ ἀνεχόμενοι τὴν γενομένην παραβίασίν των, θέλομεν κάμη διὰ τὴν τιμὴν τοῦ ἔθνους μας νὰ εὑρεθωσιν οἱ ἔνοχοι καὶ νὰ παιδευθῶσιν μετ’αξίαν. Μετὰ τοῦτο σᾶς βεβαιῶμεν ὅτι εἴμεθα πᾶσαν στιγμὴν ἔτοιμοι νὰ κινηθῶμεν πρὸς ἀπαλαγὴν τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀναμένωμεν τὰς διαταγάς σας.»

Η μελέτη του MSS 109 προσφέρει λεπτομέρειες γι αυτό το ζοφερό επεισόδιο του αγώνα ξεκαθαρίζοντας τη στάση και τις επιδιώξεις των οπλαρχηγών, οι οποίοι λόγω της κρίσιμης κατάστασης προσπάθησαν με κάθε τρόπο να συμφιλιωθούν με τους φιλέλληνες ώστε να προχωρήσει η Επανάσταση.