Για να παρακολουθήσετε ζωντανά την ομιλία, πατήστε ΕΔΩ ή πατήστε την ακόλουθη εικόνα.

Βιογραφικό Σημείωμα Ομιλητή

Γεννημένος στην Πολιτεία του Όρεγκον όπου και έκανε τις προπτυχιακές του σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης, ο καθηγητής Robert Ousterhout έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Cincinnati και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Illinois στην Urbana-Champaign. Μετά από εικοσαετή και πλέον θητεία στο πανεπιστήμιο του Illinois όπου ήταν και Πρόεδρος του Τμήματος της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής και Συντήρησης Μνημείων, ο καθηγητής Ousterhout διδάσκει από τον Ιανουάριο του 2007 στο τμήμα Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστήμιου της Πενσυλβάνια όπου είναι και διευθυντής του Κέντρου Μελέτης της Αρχαιότητας.

Τα πολλαπλά του βιβλία αντικατοπτρίζουν τα βασικά ερευνητικά του ενδιαφέροντα που έχουν επικεντρωθεί στην Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους με μια πολύ σοβαρή παράκαμψη στη βόρεια Ελλάδα.
Τα πιο σπουδαία βιβλία του είναι τα: The Architecture of the Kariye Camii in Istanbul, Dumbarton Oaks Studies 25 (Washington, D.C., 1987),  The Art of the Kariye Camii (London-Istanbul, 2002),
Master Builders of Byzantium (Princeton, 1999), Master Builders of Byzantium σε δεύτερη έκδοση (University of Pennsylvania Museum Publications, 2008), A Byzantine Settlement in Cappadocia, Dumbarton Oaks Studies 42 (Washington, DC, 2005) και The Byzantine Monuments of the Evros/Meriç River Valley (Θεσσαλονίκη: Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία, 2007), με το Χαράλαμπο Μπακιρτζή. Επιμελήθηκε, επίσης, τον κατάλογο της έκθεσης Kariye: From Theodore Metochites to Thomas Whittemore; One Monument, Two Monumental Personalities (Istanbul: Pera Museum, 2007), με τον Holger Klein και την Brigitte Pitaraki; καθώς και το Studies on Istanbul and Beyond: The Freely Papers (University of Pennsylvania Museum Publications, 2007). Βιβλία που έχει επιμεληθεί και τα οποία παραμένουν σημαντικά βοηθήματα στη διδασκαλία της Βυζαντινής τέχνης στις ΗΠΑ είναι τα: The Blessings of Pilgrimage (1990) & The Sacred Image East and West με την Leslie Brubaker (1995), καθώς επίσης και οι επιμέρους μελέτες του για τη σημασία της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου ως αρχιτεκτονικού προτύπου, αλλά και ως πηγή έμπνευσης για την αρχιτεκτονική της Δυτικής Ευρώπης.

Οι έρευνές του τα τελευταία χρόνια επικεντρώνονται στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, τη μνημειακή τέχνη και την πολεοδομία στην Κωνσταντινούπολη και την Καππαδοκία. Ένας από τους κλάδους στους οποίους ο καθ. Ousterhout έχει αφιερώσει πολλά είναι η συντήρηση μνημείων, όπως τα τελευταία χρόνια η μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, μια αναστύλωση που δυστυχώς σταμάτησε λόγω πολιτικών προβλημάτων.

Περίληψη

Το ταξίδι μας ξεκινά ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου του 1884, όταν ο φωτογράφος John Henry Haynes και ο επιγραφολόγος John Robert Sitlington Sterrett έφθασαν στα υψίπεδα της Καππαδοκίας, στη σημερινή κεντρική Τουρκία. Και οι δύο έμειναν έκπληκτοι με όσα αντίκρισαν: φαντασμαγορικούς διαβρωμένους ηφαιστειακούς σχηματισμούς, βραχώδεις κατοικίες σε σχήμα κηρύθρας, ορισμένες ακόμα σε χρήση. Η αποστολή στην οποία συμμετείχαν ήταν επιστημονική και τους είχε ανατεθεί από το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αμερικής: ο Sterrett ήταν επιφορτισμένος με την καταγραφή των επιγραφών της κλασικής περιόδου και ο Haynes με τη φωτογράφιση των αρχαιολογικών χώρων στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Τους ήταν, ωστόσο, πολύ δύσκολο να ερμηνεύσουν όσα είχαν βρει, με αποτέλεσμα να αποδώσουν τα σωζόμενα κατάλοιπα σε μία άγνωστη φυλή ανθρώπων της αρχαιότητας, τους Tρωγλοδύτες.

Αν και τα λάθη στα οποία υπέπεσαν μπορεί να φαντάζουν σήμερα διασκεδαστικά, εντούτοις η βυζαντινή Καππαδοκία παραμένει αινιγματική και οι ιστορικοί κατά κανόνα, στρέφονται στις γραπτές πηγές στις προσπάθειες τους να διασαφηνίσουν τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η περιοχή, ακόμα και όταν τα κείμενα που έχουν στη διάθεσή τους απέχουν πολύ χρονολογικά και γεωγραφικά από αυτή. Σε αντίθεση με την έλλειψη γραπτών κειμένων, η Καππαδοκία διατηρεί σε αφθονία φυσικά κατάλοιπα από τη βυζαντινή περίοδο: τουλάχιστον χίλιες λαξευμένες στο βράχο εκκλησίες ή παρεκκλήσια, εκ των οποίων ένα ποσοστό μεγαλύτερο του ενός τρίτου διατηρεί σημαντικά στοιχεία της διακόσμησής του, καθώς επίσης και μονές, κατοικίες, χωριά, υπόγεια καταφύγια, γεωργικές εγκαταστάσεις, αποθηκευτικούς  χώρους, ενδείξεις ύδρευσης και αναρίθμητα άλλα παραδείγματα της ανθρώπινης παρέμβασης στο τοπίο. Εν συντομία, η Καππαδοκία είναι ασυναγώνιστη όσον αφορά στη διατήρηση του υλικού πολιτισμού στο βυζαντινό κόσμο.

Η σημερινή παρουσίαση θα δώσει μια καλειδοσκοπική παρουσίαση της βυζαντινής Καππαδοκίας και τού τι μπορούμε να μάθουμε από αυτή. Τα μνημεία της Καππαδοκίας δεν κατάφεραν ποτέ να βρουν τη θέση που τους αρμόζει στον «κανόνα» της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής. Περιθωριοποιημένες ως εκκεντρικές και επαρχιακές, οι περισσότερες κατοικημένες περιοχές παραμένουν χωρίς τεκμηρίωση και, ως εκ τούτου, ελάχιστα κατανοητές – η ρομαντική ιδέα που ήθελε τους ερημίτες μοναχούς να ζουν σε σπηλιές μέσα στο έρημο τοπίο εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και σήμερα. Επιπλέον, τα ανισομερή στοιχεία από την Καππαδοκία θέτουν υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή μεθοδολογία στην ιστορική έρευνα. Το υποβλητικό τοπίο απαιτεί μια αφήγηση, που οι γραπτές πηγές δυστυχώς δεν μας παρέχουν. Θα παρουσιασθούν θέματα που αφορούν στη χρονολόγηση, τις οικιστικές εγκαταστάσεις, τον πολεοδομικό σχεδιασμό, το μοναχισμό, τη γεωργία, τη διαχείριση των φυσικών πόρων, τις πρακτικές που σχετίζονται με τη μνήμη των νεκρών, τις τοιχογραφίες, τις επιγραφές και την αρχιτεκτονική. Θα δοθεί έμφαση στη διαμόρφωση μιας μεθοδολογίας για να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο τα άφθονα φυσικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, ώστε η Καππαδοκία να ειδωθεί ως ένα τοπίο που κατοικούνταν, αποτελούσε παραγωγικό κέντρο και ήταν με πολλούς τρόπους αντιπροσωπευτικό μιας επαρχιακής κοινωνίας στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.